Μήπως τελικά ερωτευόμαστε με λάθος τρόπο; Μήπως έχουμε ερμηνεύσει λανθασμένα αυτό το συναίσθημα, αφού αποτυγχάνουμε τις περισσότερες φορές και μετά με μεγάλη ευκολία τού αποδίδουμε όλες τις ευθύνες αντί να τις επωμιστούμε οι ίδιοι;
Είμαι πεπεισμένη πως ναι, για τον εξής απλό λόγο: τ’ αρχικά μας κίνητρα όταν ερωτευόμαστε κάποιον και πριν γίνει δικός μας είναι συνήθως πολύ διαφορετικά απ’ αυτά που τελικά καταλήγουμε να έχουμε όταν πλέον υπάρξει ανταπόκριση. Βλέπετε, στην αρχή πασχίζουμε να κερδίσουμε τον άλλο και στη συνέχεια πασχίζουμε να μη χάσουμε τον εαυτό μας. Με λίγα λόγια, αρχικά «χάνουμε την μπάλα» και τελικά για ν’ αντιστρέψουμε την κατάσταση, καταλήγουμε να επιδιώκουμε την κατοχή της λες και παίζουμε σε αγώνα πρωταθλήματος.
Και κάπως έτσι, αντί ν’ αφηνόμαστε σ’ αυτό το συναίσθημα, αντί να το ζούμε, να το χαιρόμαστε και να το απολαμβάνουμε όπως του αρμόζει, αντί να γινόμαστε ευάλωτοι, να ξεγ#μνώνουμε εαυτόν, συναισθήματα και σκέψεις πέρα από κορμιά, τρωγόμαστε με τα ρούχα μας και φτιάχνουμε στο μυαλό μας στρατηγικές κι επόμενες κινήσεις με μοναδικό -υποσυνείδητο τις περισσότερες φορές- στόχο να μας θέλει ο άλλος περισσότερο απ’ ότι εμείς αυτόν.
Με ασπίδα τον εγωισμό μας πάντα, μας είναι τελικά αδύνατον να δεχθούμε ότι την έχουμε πατήσει με κάποιον, με αποτέλεσμα από τη στιγμή που υπάρχει η όποια ανταπόκριση να ξεκινάμε το παιχνίδι μας για να πάρουμε πίσω το αίμα μας. «Ας μην απαντήσω απευθείας. Να τ@ καψουρέψω λίγο», «Ας μην είμαι συνεχώς διαθέσιμ@ και με θεωρήσει δεδομέν@», είναι φράσεις που ακούμε πολύ συχνά.
Είναι σχεδόν αστείο όμως, εάν το σκεφτούμε λίγο καλύτερα, ότι με όλες αυτές τις δεύτερες σκέψεις στερούμε από τον έρωτα κι εμάς τους ίδιους τρία από τα βασικότερα χαρακτηριστικά του: τον αυθορμητισμό, τον παρορμητισμό και την τρέλα του πάθους. Ξεχνάμε και κάτι ακόμη πολύ βασικό, ότι κι η άλλη πλευρά είναι πολύ πιθανό να παίζει παρόμοιο συστηματάκι.
Ένας άλλος λόγος που διαχειριζόμαστε τον έρωτα μ’ αυτή τη λογική είναι οι ανασφάλειες κι οι φοβίες που κουβαλά καθένας μας και τις οποίες προβάλουμε στο άλλο άτομο. Εκεί είναι που μας πιάνει πανικός και παλεύουμε με νύχια και με δόντια να βρεθούμε να έχουμε το πάνω χέρι. Μας είναι πιο εύκολο, βλέπετε, να επιβληθούμε στον άλλον με όποιον τρόπο μπορούμε για να κατευνάσουμε όλα αυτά που μας ταλαιπωρούν από το να τα ξεπεράσουμε για χάρη του και να γίνουμε η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας. Γιατί να δυσκολευτούμε, άλλωστε, και να ξεβολευτούμε; Άσε που θα φανούμε αδύναμοι.
Γιατί αυτό είναι το πρόβλημα τελικά, να μη φανούμε αδύναμοι παρ’ όλο που είμαστε, αρκεί που το ξέρουμε εμείς μόνο και το κρύβουμε καλά. Στερούμε, λοιπόν, μ’ αυτόν τον τρόπο από τον έρωτα άλλους δύο σημαντικούς παράγοντες: την ευαλωτότητα και τη διάθεση για προσωπική και συνεπώς κοινή εξέλιξη κι ανύψωση.
Υπάρχει επίσης ένας ακόμη σημαντικός λόγος που χειριζόμαστε τον έρωτα ψάχνοντας για «πάνω χέρια» και δεν είναι άλλος από τις παρελθοντικές πληγές μας. Βλέπετε, είναι δύσκολο συναίσθημα και θέλει μεγάλα κότσια για να τον ζήσουμε όπως του και μας αξίζει. Κι όπως φαίνεται δε τα διαθέτουμε όλοι, οπότε πολύ πιθανόν να πέσαμε κι εμείς κάποτε στα χέρια ενός έρωτα που ήθελε απλώς να επιβληθεί για να καλύψει τα δικά του κενά -κι έτσι να πέσαμε στην παγίδα και στα πατώματα.
Πονέσαμε, κλάψαμε, χάσαμε κομμάτι του εαυτού μας κι είπαμε «ποτέ ξανά», παίρνοντας πλέον τον ρόλο του θύτη κι όχι του θύματος. Το θύμα μας, λοιπόν, έγινε ο επόμενος άνθρωπος κι ο παρεπόμενος, μέχρι που ίσως την πατήσαμε ξανά -γιατί ο άλλος ήταν πιο δυνατός παίκτης- και πάμε πάλι από την αρχή, οδηγούμενοι σχεδόν όλοι σ’ έναν φαύλο κύκλο με μοναδικό τελικά θύμα τον έρωτα.
Δε θα έπρεπε όμως ν’ αντιμετωπίζουμε τον έρωτα τόσο λάθος ούτε θα έπρεπε ν’ αλλάζουμε συμπεριφορά και ν’ αναπτύσσουμε θεωρίες και τακτικές επιδιώκοντας να μας θέλει ο άλλος πιο πολύ απ’ ότι εμείς. Θα έπρεπε να έχουμε τα κότσια να πέφτουμε με τα μούτρα ακόμη κι αν υπάρχει πιθανότητα να τα σπάσουμε. Κάπου παρακάτω κάποιος έρωτας θα κάνει το ίδιο και για εμάς. Έτσι για αλλαγή μήπως και σπάσει κάπου αυτός ο κύκλος.
Όμως δυστυχώς επιλέγουμε να βλέπουμε τον έρωτα σαν μια παρτίδα σκάκι. Ο παίκτης με την καλύτερη στρατηγική είναι κι αυτός που θα κερδίσει. Αν αυτό δεν είναι λάθος ερμηνεία, τότε τι είναι;
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.