Οι περισσότεροι παραπονιόμαστε διαρκώς και μάλιστα όλο και πιο έντονα, ότι είναι αρκετά δύσκολο να βρεθεί ένας άνθρωπος για σχέση κι όχι για κάτι πρόχειρο, βιαστικό κι εφήμερο. Αυτή τη δυσκολία λοιπόν, ο καθένας μας την αποδίδει, με περίσσεια ευκολία, στους άλλους κατηγορώντας τους για την παρακμή των αξιών, τη συμπεριφορά τους, τη γενικότερη νοοτροπία τους αλλά και για την κατάντια των σημερινών ανθρωπίνων σχέσεων.
Υιοθετώντας λοιπόν μια τέτοια φιλοσοφία, η οποία συνοδεύεται από την ψευδαίσθηση της δικής μας ανωτερότητας, αυτόματα μάς οδηγεί στο ν’ αποστασιοποιούμαστε, να διαφοροποιούμαστε, να θεωρούμε εαυτούς ιδανικούς συντρόφους και να πέφτουμε στην παγίδα της αναζήτησης μιας ουτοπικής τελειότητας. Κι όταν φτάνουμε να θεωρούμε τον εαυτό μας ανώτερο σε οτιδήποτε, παύουμε να προσπαθούμε γι’ αυτό, αφού θεωρούμε ότι έχουμε ήδη φτάσει το απόλυτο.
Μόλις λοιπόν βρεθούμε σε κάποια σχέση, όχι ασφαλώς επειδή βρήκαμε το τέλειο, αλλά, είτε επειδή βαρεθήκαμε τη μοναξιά, είτε επειδή η καρδιά δε μάς ρωτά και δρα αυτοβούλως, το αποτέλεσμα είναι τουλάχιστον κωμικοτραγικό, ιδίως αν κι οι δύο πλευρές -κατά πάσα πιθανότητα δηλαδή- έχουν ακριβώς τις ίδιες πεποιθήσεις. Έχουμε ήδη καταδικάσει τον άνθρωπο απέναντί μας, τον έχουμε ήδη βγάλει ένοχο για κάθε λάθος που έχει ή πρόκειται να συμβεί κι έχουμε ήδη πεισθεί ότι κι αυτή η σχέση θα τελειώσει άδοξα, όπως η πλειοψηφία τους άλλωστε πάντα κάνει.
Αυτή η λανθασμένη φιλοσοφία, αυτός ο σχεδόν πρόστυχος εγωισμός μας, πέρα από την εθελοτυφλία που μάς δημιουργούν, μάς κλειδώνουν συναισθηματικά, νομίζοντας πώς μ’ αυτόν τον τρόπο θωρακίζουμε την καρδιά μας από πιθανές μελλοντικές πληγές. Μηχανικά, πασχίζουμε να κερδίσουμε έδαφος, ή όπως λέμε κοινώς, να εξασφαλίσουμε το πάνω χέρι στη σχέση μας και να κυριαρχήσουμε, επειδή νιώθουμε ανώτεροι αλλά ταυτόχρονα κι από φόβο μην τυχόν κι έρθουμε αντιμέτωποι με τη δική μας ανεπάρκεια. Κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας, να επιβληθούμε στο ταίρι μας, χάνοντας κάθε ίχνος διάθεσης για λογικές υποχωρήσεις και συμβιβασμούς. Φοράμε παρωπίδες, κλείνουμε τ’ αυτιά μας και τελικά από ανώτεροι, όπως θέλουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε, γινόμαστε αυτό ακριβώς για το οποίο κατηγορούμε τους γύρω μας, δηλαδή άνθρωποι χωρίς στόχο την αυτοβελτίωση, τον αυτοσεβασμό και την αυτοεκτίμηση.
Οι σχέσεις όμως, ουδεμία ομοιότητα φέρουν με τα παραπάνω, αφού αυτές απαιτούν από το ζευγάρι να συμπορεύεται στο όνομα του έρωτα ή της αγάπης, να προχωρούν με κύριο γνώμονα την προσωπική τους βελτίωση, αρχικά, και την κοινή τους, στη συνέχεια. Ακόμη, οι σχέσεις αποζητούν την ανιδιοτέλεια, τις υποχωρήσεις σε λογικά πλαίσια και την αποφυγή κάθε ψεύτικου τοίχους προστασίας, που δεν τους επιτρέπει ν’ ανθίσει και ν’ αναπτυχθεί. Μα για να συμβούν τα παραπάνω, πρέπει πρώτα ν’ αλλάξουμε εμείς κι ο καθένας για τον εαυτό του και να σταματήσουμε τα ευκολοχώνευτα κατηγορώ στους γύρω μας. Χρειάζεται αναγκαστικά να διαβούμε τον δύσκολο δρόμο της αντιμετώπισης του εαυτού μας, της βαθιάς κι ουσιαστικής αυτοκριτικής μας, αντί να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο που επιδεικτικά τείνουμε προς τους υπόλοιπους.
Αυτό που δεν έχουμε αντιληφθεί, είναι ότι όταν βρισκόμαστε σε σχέση, ο σύντροφός μας, αποτελεί ουσιαστικά την προέκτασή μας, για τον απλό λόγο ότι συνιστά μια επιλογή μας. Το να συνάψουμε σχέση μαζί του, πέρα από δική του, ήταν και δική μας απόφαση. Διαλέξαμε αυτόν τον άνθρωπο, είτε γιατί νιώθουμε ότι ταιριάζουν οι χαρακτήρες, τα θέλω κι οι επιθυμίες μας, είτε γιατί σ’ αυτόν βλέπουμε όλα όσα θα θέλαμε εμείς να είμαστε κι άρα μάς συμπληρώνει μοναδικά. Μόλις το κατανοήσουμε αυτό, κάθε παιχνίδι ανωτερότητας, εξουσίας και στρατηγικής θα εξαλειφθεί και τη θέση τους θα πάρει η φροντίδα του άλλου σαν το υπόλοιπο του εαυτού μας.
Ας κρατήσουμε λοιπόν, ότι δεν πρέπει να υπάρχουν ανώτερα «εγώ» μέσα στο πλήθος των «εμείς», μα μόνο «εμείς» που πασχίζουν ν’ αποτάξουν από πάνω τους τα «εγώ».
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου