Είναι βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα και δε σε πιάνει ύπνος για κανέναν λόγο. Ανταλλάζεις στιχομυθίες σε μηνύματα με τον κολλητό ή την κολλητή σου και χαζεύεις την αγαπημένη σου σειρά. Τότε, έτσι αυθόρμητα, αποφασίζετε να πάτε μια βόλτα οι δυο σας. «Ραντεβού σε μισή ώρα στο γνωστό μέρος», λες.
Βόλτα στις 2-3 το πρωί, όταν η πόλη ηρεμεί και το μόνο που ακούς είναι οι σκέψεις σου. Βόλτα λυτρωτική, που σου αφήνει το αίσθημα της απόλυτης ελευθερίας, αφού σπας το καθιερωμένο πως τώρα κανονικά θα έπρεπε να κοιμάσαι. Βόλτα κάθαρσης, αφού είναι η ώρα που οι σκέψεις με μεγάλη ευκολία γίνονται λόγια.
Περπατάτε παρέα, μα η σκέψη του καθενός τρέχει αλλού. Χαζεύετε τριγύρω κι όλα σας μοιάζουν νέα, διαφορετικά κι ας τα αντικρίζετε για πολλοστή φορά. Ίσως, φταίει ότι στην πίεση της ημέρας τα κοιτάτε μεν, αλλά δεν τους δίνετε σημασία καμία. Τώρα, όμως, όλα παίρνουν άλλη μορφή κι εσείς χαλαρώνετε όπως κάνει κι η πόλη μπροστά σας. Εκείνη ηρεμεί, και ηρεμείτε κι εσείς μαζί της. Παρατηρείτε τα πάντα και νιώθετε την ομορφιά κάθε γωνιάς της, τη μαγεία της κάθε ανάμνησης που απλόχερα σας προσφέρει. Χάνεστε μέσα στα φώτα και νιώθετε πως κλέβετε κάτι από τη λάμψη τους.
Καθώς προχωράτε, κάποιος από τους δύο σπάει πρώτος τη γαλήνη αυτής της σιωπής. Αρχίζουν οι εξομολογήσεις ψυχής, αυτές που μόνο στον εαυτό σας και στον κολλητό σας μπορείτε να κάνετε. Επιθυμίες, όνειρα, φόβοι, ανησυχίες, ανασφάλειες. Καθώς τα εκφράζετε, συνειδητοποιείτε ότι ουσιαστικά τα ακούτε κι εσείς για πρώτη φορά με τόση ειλικρίνεια. Όσο περνάει η ώρα και περιπλανιέστε σε κάθε στενό της πόλης, ξεδιπλώνετε τις σκέψεις σας, τα απωθημένα σας, τα παράπονά σας, ενώ οι αναλύσεις και τα λόγια καρδιάς παίρνουν φωτιά.
Ένα αίσθημα αισιοδοξίας, ελπίδας και ευφορίας σας κατακλύζει. Να ‘ναι η μαγεία της πόλης τη νύχτα πιο έντονη; Να ‘ναι η ηρεμία που νιώθεις μέσα σου; Να ‘ναι η γαλήνια ερημιά που υπάρχει γύρω σου; Να ‘ναι που καταθέτεις την ψυχή σου στη σιωπή, αφήνεσαι και παραδέχεσαι κάθε πτυχή του κρυμμένου εαυτού σου;
Καταλήγετε –σκόπιμα ή όχι– στην αγαπημένη σας κρεπερί. Τι κι αν είναι αργά, σήμερα επιβάλλεται! Παραγγέλνετε την πιο σπέσιαλ κρέπα και παίρνετε από μία μπίρα στο χέρι, για να κατευθυνθείτε εκεί, στο αγαπημένο γνωστό μέρος που πάντα αποτελούσε τερματικό σταθμό μετά από βόλτα ή έξοδο. Μπορεί να είναι απλά ένα παγκάκι σε μια πλατεία ή ένα μέρος μπροστά στη θάλασσα. Μπορεί πάλι να είναι ένα υπερυψωμένο σημείο από όπου έχετε τη δυνατότητα να δείτε την πόλη να ξεκουράζεται, ώστε να είναι έτοιμη να σας υποδεχθεί και πάλι απ’ αύριο.
Αράζετε και απολαμβάνετε το συνένοχο γεύμα σας. Η διάθεση πλέον είναι πιο χαλαρή, καθώς ξεθάβετε αναμνήσεις, αστεία γεγονότα, εσωτερικές εντυπώσεις και γελάτε μέχρι δακρύων. Η μία κουβέντα οδηγεί στην επόμενη και καταλήγετε να συζητάτε άσχετα θέματα και αμπελοφιλοσοφίες, από το πώς λέγεται το τέρας του Loch Ness, μέχρι και για την παγκόσμια συνωμοσία. Όλα τα διακωμωδείτε πλέον, αφού μαζί με την πόλη που χαλάρωσε, αφεθήκατε κι εσείς.
Βάζετε μουσική να σας συντροφεύει και καθώς πίνετε την μπίρα σας, κι όσο απολαμβάνετε την ομορφιά αυτής της ώρας, δίνετε κι ένα μίνι ρεσιτάλ των φωνητικών σας ικανοτήτων, μέχρι που αποφασίζετε τελικά να πάρετε τον δρόμο του γυρισμού. Νιώθετε μια απίστευτη εσωτερική δύναμη και πληρότητα, σε βαθμό που θα θέλατε να εγκλωβίσετε, με κάποιον τρόπο, αυτή τη στιγμή κι αυτή την αίσθηση της νυχτερινής ελευθερίας, για πάντα.
Καθώς επιστρέφετε, τίποτα σε αυτήν την πόλη δε σας μοιάζει ίδιο πια. Όλα φαίνονται διαφορετικά, πιο όμορφα, μα και οικεία ταυτόχρονα. Ίσως, γιατί τώρα έχετε τον χρόνο να παρατηρήσετε ουσιαστικά το στέκι σας, το μέρος όπου δώσατε το πρώτο σας φιλί, την πλατεία όπου παίξατε μέχρι τελικής πτώσεως και να ανακαλέσετε απ΄την αρχή αυτές τις αναμνήσεις, μ’ ένα προβλέψιμο αίσθημα νοσταλγίας.
Όπως λέει, άλλωστε, κι ένα τραγούδι «Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια, μόνο τρόπο να κοιτάνε».
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα