Οι άνθρωποι, από την εφηβεία ακόμη, τότε που ορμόνες βρίσκονται στα καλύτερά τους συνδυαστικά με την ερωτική τους αφύπνιση, πειραματίζονται, δημιουργούν σενάρια και αφήνουν το μυαλό τους ελεύθερο να τους οδηγήσει σε φανταστικά σενάρια είτε με το αντικείμενο του πόθου τους, είτε χωρίς αυτό. Σαφώς το να έχεις μια ερωτική σκέψη μια υγιή διαδικασία στο ταξίδι της ανακάλυψης του σώματος καθώς και των προτιμήσεων σ’ αυτόν τον τομέα.
Η ερωτική μας φαντασία συνεχίζει να είναι ενεργή και στην ενήλικη ζωή μας κι αποτελεί, σύμφωνα με γιατρούς και ψυχολόγους, αναπόσπαστο κομμάτι μιας υγιούς ερωτικής δραστηριότητας αφού επιτελεί πολλές λειτουργίες. Προσφέρει ευχαρίστηση, αυξάνει την απόλαυση κατά τη διάρκεια της πράξης, μπορεί ακόμη να μειώσει το άγχος, να διευκολύνει τη σωματική λειτουργία ή και να βελτιώσει κατά πολύ μια ερωτική εμπειρία που εξελίχθηκε διαφορετικά απ’ ό, τι ήταν αναμενόμενο.
Κάτι που απασχολεί ιδιαίτερα, τόσο το κάθε άτομο μεμονωμένα όσο και την επιστημονική κοινότητα, έχει να κάνει με τη συχνότητα που κάποιος τις έχει, τον τόπο και τον χρόνο που αυτές συμβαίνουν, αλλά και την ύπαρξη τυχόν ενοχικών συνδρόμων πίσω από αυτές. Υπάρχει μέτρο κι όριο στη φαντασία σε ό, τι αφορά το ερωτικό κομμάτι; Κι αν ναι ποιος το ορίζει;
Ένα ερωτικό παιχνίδι φαντασίας του νου, μπορεί να προέλθει είτε από την ανάκληση αναμνήσεων, είτε, όπως ακριβώς περιγράφει κι ίδια η λέξη, από τη φαντασία μας. Οτιδήποτε μπορεί να δημιουργήσει σε έναν άνθρωπο μια τέτοια εικόνα, ενώ αυτόματα μπορεί να ενεργοποιήσει το μυαλό του και η μία διαδέχεται την άλλη μοιραία. Όσα συμβαίνουν στη φαντασία μας λοιπόν δε συνδέονται αναπόσπαστα με την ερωτική δραστηριότητα τη στιγμή της δημιουργίας τους κι ως εκ τούτου μπορούν να προκληθούν οπουδήποτε κι ανά πάσα στιγμή. Είναι σχεδόν μια ασυναίσθητη διαδικασία που είναι κομμάτι μας κι όσο περισσότερο την αρνούμαστε με τόσο μεγαλύτερη ορμή θα βγαίνει προς τα έξω διεκδικώντας χώρο.
Σχετικά με τη συχνότητά τους, ο David Barlow- διευθύνων του “ Seχuality Research Program” στη Νέα Υόρκη, ζήτησε από τους συμμετέχοντες στην έρευνα, να καταγράψουν προσεκτικά τις σκέψεις τους για μία εβδομάδα κι αυτό που παρατήρησε ήταν ότι η φαντασία των περισσότερων έτρεχε σε ερωτικά σενάρια περίπου επτά με οκτώ φορές μέσα στην ημέρα κι ότι η συνολική κλίμακα κυμαίνεται από μηδέν έως σαράντα. Η συχνότητα λοιπόν, αν και στην πλειοψηφία της καταλήγει σε συγκεκριμένο πλήθος, μπορεί να διαφέρει αφού συνδέεται άρρηκτα με τη φαντασία του ατόμου σε γενικότερο πλαίσιο καθώς και με την αποδοχή της ερωτικής του ταυτότητας κι υγείας κι ενίοτε με τη ψυχολογία του.
Μία άλλη πτυχή που έχει απασχολήσει τους περισσότερους ανθρώπους, είναι το περιεχόμενο των σεναρίων. Αν δηλαδή η φαντασία τους τρέξει σε κάτι που οι ίδιοι στο συνειδητό τους δε θεωρούν πρέπον ή δεν είναι κοινώς αποδεκτό, προβληματίζονται κι αναρωτιούνται αν αυτό υποδηλώνει κρυφές κι ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Ως ένα βαθμό αυτό θα μπορούσε να ισχύει, όμως είναι σημαντικό ν’ αναφερθεί σ’ αυτό το σημείο, ότι το περιεχόμενό των ερωτικών μας σκέψεων, σύμφωνα με έρευνες, συνδέεται πολλές φορές με επιθυμίες άσχετες του ερωτικού τομέα. Κάποιες φορές έχει να κάνει με παρελθοντικές εμπειρίες καθώς και με γενικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του καθενός μας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι αν κάποιος φαντάζεται ότι συμμετέχει σε δραστηριότητα με παραπάνω από δύο άτομα, συχνά είναι δείγμα της ανάγκης του να νιώθει ικανός, ανταγωνιστικός κι ακαταμάχητος, κι όχι ότι απαραίτητα τον ενδιαφέρει να γίνει πραγματικότητα η εν λόγω σκέψη.
Όλα τα παραπάνω λοιπόν, αποδεικνύουν τη σημαντικότητά τους από την απαρχή της σεξουαλικής αφύπνισης του ατόμου κι όπως, άλλωστε, επισημαίνουν κι οι επιστήμονες, όσα συμβαίνουν στο μυαλό μας χρειάζεται να μας ανησυχούν μόνο όταν υπερισχύουν της πραγματικής ζωής ή όταν η απόλαυση επιτυγχάνεται μόνο με την πραγματοποίησή τους. Τότε και μόνο τότε κάποιος χρήζει επιστημονικής βοήθειας. Το ζητούμενο είναι οι
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου