Θα ‘χει τύχει να βρεθείς κλειδωμένος με κάποιον κολλητό στο δωμάτιο και να λέτε όλα τα μυστικά σας. Μιλάς ψιθυριστά και κάποια στιγμή σε ρωτάει «γιατί μιλάς σιγά;». Αμέσως απαντάς «γιατί κι οι τοίχοι έχουν αυτιά». Κι όχι μόνο οι τοίχοι. Τα ταβάνια να δεις τι αυτιά έχουν. Τεράστια!
Αν είχαν στόμα τα ταβάνια και τι δε θα ’λεγαν. Χιλιάδες βράδια στριφογυρίζεις στο κρεβάτι, μία δεξί πλευρό, μία αριστερό. «Θα με πάρει ο ύπνος», λες, «πού θα πάει». Έλα όμως που δε σε παίρνει κι όλες οι σκέψεις κι οι προβληματισμοί της τελευταίας δεκαετίας έρχονται εκείνη την ώρα μέσα στο κεφάλι σου και δε σ’ αφήνουν να ησυχάσεις.
Τελικά, μην μπορώντας να στριφογυρίζεις άλλο, κουράζεσαι και γυρνάς ανάσκελα έχοντας φάτσα το ταβάνι. «Τσα!», σου κλείνει το μάτι. «Καλώς μου το κι ας άργησε. Τι χαμπάρια;». Άσε, ταβάνι μου, κακά χαμπάρια, μπερδεμένα, αγχωμένα, που δε σ’ αφήνουν να κλείσεις μάτι και σ’ αναγκάζουν να κάθεσαι τώρα να μιλάς μόνος σου. Κι ενώ θέλεις να τ’ αποφύγεις, ξέρεις ότι το ταβάνι είναι εκεί και σε περιμένει πάλι να τα πείτε.
Τα ξύλινα ταβάνια είναι τα καλύτερα. Είναι πιο ζεστά, πιο ψυχοπονιάρικα. Δημιουργούν πιο ευχάριστο κλίμα και μπορείς να βγάλεις όλα σου τα εσώψυχα, ακόμα και να κλάψεις μπροστά τους. Έχεις κλάψει ποτέ ανάσκελα κοιτώντας το ταβάνι; Τα δάκρυα δεν μπαίνουν στα μάτια σου, κυλούν γρήγορα προς τα κάτω και ξεπλένουν κάθε μαύρη σκέψη. Είναι πολύ λυτρωτικό, ξέρεουν όσοι το ‘χουν δοκιμάσει.
Τα τσιμεντένια ταβάνια είναι κι αυτά καλά, τα καημένα. Σ’ ακούν υπομονετικά και στέκονται εκεί βράχος ακλόνητος. Είναι λίγο πιο ουδέτερα και δεν παίρνουν θέση. Απλώς σ’ ακούνε. Κι αυτό όμως είναι αρκετό, για να βγάλεις από μέσα σου όσα σε βασανίζουν εκείνη τη δύσκολη στιγμή.
Πόσες φορές κάθισες ανάσκελα στο κρεβάτι, πρωί, μεσημέρι ή βράδυ κι ονειρεύτηκες όμορφες στιγμές που ‘χεις περάσει; Πόσες φορές ακόμη εξιλέωσες με κλάματα, που κυλούν κάθετα στο μαξιλάρι, άσχημα όνειρα και δυσάρεστες εμπειρίες; Εκείνη τη στιγμή, που κανένας δεν ήταν δίπλα σου, γιατί εσύ δεν ήθελες ή γιατί κανείς δεν μπορούσε, αυτό το άψυχο ξύλινο ή τσιμεντένιο ταβάνι στάθηκε για σένα ο καλύτερος φίλος. Ήταν πάντα εκεί πρόθυμο να σ’ ακούσει χωρίς να σε κρίνει και πρόθυμο να γελάσει ή να κλάψει μαζί σου.
Έχει ακούσει κι έχει δει τις πιο προσωπικές σου στιγμές και τις πιο βαθιές σου σκέψεις. Σκέψεις που δεν παραδέχεσαι ούτε στον ίδιο τον εαυτό σου. Εκείνο στέκεται όλο το βράδυ από πάνω σου και σε παρατηρεί, γνωρίζοντας πολύ καλά ακόμα και τις σκέψεις που δεν τολμάς να ξεστομίσεις στον ξύπνιο σου. Σ’ έχει ακούσει να παραμιλάς στον ύπνο σου και ξέρει πολύ καλά τ’ είναι αυτό που βασανίζει το τρελό κι ανεξέλεγκτο υποσυνείδητό σου.
Να το εμπιστεύεσαι το ταβάνι σου, σε ξέρει καλύτερα κι απ’ τον εαυτό σου. Είναι πάντα εκεί και περιμένει υπομονετικά, όσο κι αν εσύ προσπαθείς να τ’ αποφύγεις κάποιες μέρες ή νύχτες. Ατέλειωτες βραδιές, που δεν μπορείς να κοιμηθείς, αλλά δε θέλεις να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι σου, εκείνο σου κρατά πιστή συντροφιά. Τα όμορφα πρωινά που ξυπνάς μ’ ένα χαμόγελο, μετά από έναν ωραίο ύπνο κι ένα ακόμη πιο ωραίο όνειρο, ανοίγεις τα μάτια σου και το βλέπεις κι εκείνο να σου χαμογελά.
Είναι ο άγρυπνος φρουρός σου και νιώθει όλα σου τα συναισθήματα. Τη χαρά σου, τη λύπη σου, το άγχος σου. Εκείνες τις στιγμές που θέλεις να χαλαρώσεις και να σκεφτείς, να βάλεις τα πράγματα στη ζωή σου σε μια τάξη, αρχίζεις να μιλάς μόνος σου, κοιτώντας το ταβάνι. Βρίσκεις σ’ αυτό ένα σύμμαχο, το νιώθεις κάπως ανθρώπινο εκεί από πάνω σου. Έτσι αποφεύγεις τη σκέψη και το φόβο ότι ίσως τρελάθηκες και μιλάς μόνος σου. Δεν είσαι μόνος, έχεις μπροστά σου τον πιο πιστό σου φίλο που σε κοιτά κατάματα κι ανυπομονεί να σ’ ακούσει.
Επιμέλεια Κειμένου Βασιλικής Γραμμένου: Ιωάννα Κακούρη