Παλιά στα 20-25, όταν ήμασταν νέοι, φοιτητές, βγαίναμε συνέχεια. Μέρα ή βράδυ δίχως έξοδο ήταν μέρα χαμένη. Όλο και κάτι θα κανονίζαμε το πρωί στο κυλικείο. Ακόμα κι αν δε βγαίναμε έξω, θα μαζευόμασταν σε κανένα σπίτι και θα πίναμε μέχρι τις πολύ πρωινές ώρες.
Όταν είσαι 20 θέλεις να τα κάνεις όλα, δε σου φτάνει το 24ωρο, δε θέλεις να χάνεις χρόνο σε ύπνο, νιώθεις ότι όλα τρέχουν και δεν τα προλαβαίνεις. Ακόμα κι αν δουλεύαμε το πρωί, η έξοδος ήταν απαραίτητη για να πάρουμε δυνάμεις. Υπήρχαν φορές που πήγαμε κατευθείαν στη δουλειά την άλλη μέρα, χωρίς ούτε μια ώρα ύπνου. Όταν είσαι 20 όμως δε σε νοιάζουν αυτά, νιώθεις ότι όλα μπορείς να τα καταφέρεις.
Τώρα –κι όταν λέμε τώρα εννοούμε 30 πολύ περπατημένα– βγαίνουμε μια μέρα και θέλουμε άλλες τρεις για να συνέλθουμε. Τι φταίει αλήθεια; Το σώμα ή το πνεύμα έχει γεράσει περισσότερο;
Με μυαλό γεμάτο απ’ τις έγνοιες των τριαντάρηδων, «σοβαρές δουλειές» και προβληματισμούς είναι λογικό να βγαίνεις ένα βράδυ, μετά από πολύ καιρό κλεισούρας, και να καταλήγεις να πίνεις τα ποτά σαν τον διψασμένο στη Σαχάρα που βρήκε ξαφνικά μια όαση. Κι επειδή έχει ξεσυνηθίσει ο οργανισμός τις νυχτερινές κραιπάλες, οι επόμενες τρεις μέρες περνούν με καφέδες και ντεπόν στο γραφείο και το κεφάλι να σφυροκοπάει σε κάθε έντονο ήχο.
«Το κομμένο ντεπόν κυνηγάω στο σεντόνι και προτού να το πιω σαν δεσμό με σκορπιό λογαριάζονται οι πόνοι». Πόσο πολύ νιώθεις την Αρβανιτάκη αυτή τη στιγμή, μετά από ένα βράδυ που ήπιες όσα ποτά δεν είχες πιει τα τελευταία 5 χρόνια μαζί.
Το γλέντι γίνεται τρικούβερτο κυριολεκτικά, γιατί όταν γυρνάς απ’ τη δουλειά χρειάζεσαι τρεις κουβέρτες για να σκεπαστείς και να λιώσεις στον ύπνο μέχρι το επόμενο πρωί. «Πω πω», σκέφτεσαι «γέρασα, δεν αντέχω το ξενύχτι πια». Δε γέρασες εσύ καημένο σώμα, γέρασε το μυαλό που κουβαλάς τόσο χρόνια στο κεφάλι σου και τελευταία έχεις παραμελήσει να το βγάζεις λίγο έξω να πάρει αέρα.
Είτε γιατί έμπλεξες με το «χτίσιμο» καριέρας είτε γιατί οι οικογενειακές υποχρεώσεις σε κράτησαν κλεισμένο στο σπίτι, το μυαλό και η ψυχή σκούριασαν κι έγιναν δύσκαμπτα και βαριά. Χρειάζονται λίγο λάδωμα όμως και θα επανέλθουν γρήγορα στους παλιούς ρυθμούς. Κάθε δραστηριότητα θέλει καθημερινή εξάσκηση για να τη συνηθίσει ο οργανισμός.
Εκτός αυτού όμως, παλιά τα ποτά κόστιζαν κι ένα πεντακοσάρικο. Τώρα αν βγεις και πιεις πάνω από τέσσερα ποτά ή κοκτέιλς, χρειάζεσαι και καμία βδομάδα να συνέλθεις οικονομικά. Άρα δεν είναι μόνο θέμα σωματικών αντοχών, δεν το αντέχει κι η τσέπη πια να βγεις και να πιεις κάθε μέρα, έτσι γιατί γουστάρεις.
Στα 20 το θέμα ήταν να βγεις, για να δεις κόσμο, να δεις το πρόσωπο που σ’ ενδιαφέρει ή να γνωρίσεις καινούριο πρόσωπο. Μετά, που οι καταστάσεις σε δουλειά ή οικογένεια είναι πιο πιεστικές, το θέμα δεν είναι να βγεις, το θέμα είναι να πιεις. Δε σε νοιάζει πια πού θα πας, σε νοιάζει τι θα πιεις εκεί που θα πας. Να πιεις λίγο να ξεχαστείς, να ξεδώσεις, να χαλαρώσεις. Λογικό λοιπόν είναι την επόμενη μέρα, να είσαι σαν το ζόμπι από ταινία τρόμου.
Μάτια πρησμένα, φωνή βραχνή κι όλοι στη δουλειά μόλις σε βλέπουν να σου λένε: «Α! τι έπαθες; Βγήκες χτες ε; Του έδωσες και κατάλαβε». Μα τόσο πολύ φαίνεται; Παλιά πήγαινες στη δουλειά και κανείς δεν έκανε τέτοιο σχόλιο, δεν ήταν τόσο άμεσα αντιληπτές οι νυχτερινές σου δραστηριότητες. Τώρα είσαι σαν την τυφλόμυγα που παλεύει να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά, για να μην την πάρει ο ύπνος στο γραφείο. Ε όχι! Αυτό είναι αδικία.
Αλλά θα επιμείνω. Δε φταίει η ηλικία. Φταίει η διάθεση που δεν είναι χαλαρή κι ανάλαφρη όπως ήταν στα 20. Τότε έβγαινες χωρίς να σκέφτεσαι πού θα καταλήξεις και με ποιους, όλα τα ενδεχόμενα ήταν ανοιχτά.
Τώρα για να βγεις πρέπει να το οργανώσεις τουλάχιστον μία μέρα πριν, να κανονίσεις πού θα πας και ποιοι θα είναι στην παρέα. Έχεις στο μυαλό σου ότι πρέπει να γυρίσεις νωρίς γιατί αύριο δουλεύεις, να μην πιεις πολύ για να μη σε σταματήσουν στο δρόμο για αλκοτέστ, για να είσαι καλά αύριο που έχεις εκείνο το σημαντικό ραντεβού κι ούτω καθεξής.
Πού πας μωρέ να βγεις και να περάσεις καλά με όλα αυτά μες στο κεφάλι σου; Ποιος θα τα σκεφτόταν όλα αυτά δέκα χρόνια πριν; Έτσι καταλήγεις να πίνεις δύο ποτά, τα οποία σε ζαλίζουν τόσο, σαν να είχες κατεβάσει όλη την κάβα. Και μετά σκέφτεσαι ότι δεν αντέχεις πια το ποτό, όπως παλιά, πάνε αυτά, πέρασαν. Δεν είναι ότι δεν αντέχεις εσύ το πότο, εκείνο δε σε αντέχει και θέλει να φύγει τρέχοντας.
Το ποτό δεν αντέχει τους μίζερους και γκρινιάρηδες, τους κάνει ακόμα πιο μίζερους. Το ποτό θέλει καλοδιάθετους και χαλαρούς ανθρώπους. Βγες μια φορά με ανάλαφρη διάθεση, σαν να μην υπάρχει αύριο και πιες όσο θέλεις. Την επόμενη μέρα θα είναι σαν να μην είχες πιει ούτε σταγόνα. Θα έχει εξατμιστεί.
Το θέμα λοιπόν είναι να βγούμε και να πιούμε, γιατί έτσι μας αρέσει, όχι γιατί έτσι πρέπει, σαν μία ακόμα υποχρέωση.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη