Όχι, δε θα κάτσω να ψάξω τα πώς και τα «γιατί» κι ούτε θα αναλύσω άλλο συμπεριφορές και λόγια. Κουράστηκα και βαρέθηκα. Μέτρησα δυνάμεις και βούλιαξα σε αβύσσους και βραδιές αξημέρωτες. Τα ανέλυσα όλα, τα κουβέντιασα με τον εαυτό μου και με φίλους. Ρημάχτηκα και μυαλό δεν έβαλα.
Αν σε άλλους δεν έδωσα καμία ευκαιρία σε σένα άφησα κάθε ίχνος εγωισμού ν’ αποκοιμηθεί και σε περίμενα. Έμεινα εδώ για να μη σου λείψει τίποτε, όπως λέει κι ο στίχος. Έμεινα μην τυχόν και γυρίσεις μετανιωμένα και δεν είμαι στη θέση που με άφησες, μήπως και χάσω την ευκαιρία να σου προσφέρω αγκαλιά και χαμόγελο.
Όχι, δε με ανάγκασες, ούτε μου έδωσες ποτέ υποσχέσεις κι ελπίδες. Εγώ ίσως μετέφρασα λάθος τα μηνύματα και τα επαναλάμβανα μέσα μου κάθε μέρα. Τα άφησα να με διοικούν, να με καθοδηγούν και να μη με αφήνουν να προχωρήσω. Με συνήθισα να είμαι σε κατάσταση αναμονής, προσμονής, όπως θες πες το. Δε θα το αρνηθώ.
Νόμιζα πως μαζί θα ανεβαίναμε στο βάθρο, μα τελικά το μόνο που κατάφερα ήταν να σε σπρώξω εσένα προς τα πάνω κι εγώ να μείνω πίσω και να σε κοιτάζω από μακριά να ζεις και να βασιλεύεις. Σε άλλες αγκαλιές, σε άλλους κόσμους. Κάπου κάπου γυρνούσες πίσω και κοιτούσες αν ήμουν ακόμη εκεί για να έχεις κάπου να σταματήσεις αν γλιστρήσεις, να έχεις ένα χέρι να σε κρατήσει απ’ την κατηφόρα.
Δε μου το ζήτησες, έτσι έμελε να γίνει. Θες από συγκυρίες, θες από μοίρα, θες από τύχη ή ατυχία. Απλώς έγινε. Κι όπως έγινε αυτό, έτσι έγινε κι εκείνη η σκληρή συνειδητοποίησή μου. Στην προσπάθειά μου να σε κερδίσω, έχανα όλα εκείνα τα στοιχεία που με χαρακτήριζαν. Διέλυα όσα κάποιος θα εκτιμούσε γιατί τα απαξίωνα. Καθώς αποδεχόμουν πως δεν είχα όλα εκείνα που μπορούσαν να σε κρατήσουν, ταυτόχρονα έκανα πιστεύω μου πως όλα όσα προσφέρω είναι ανεπαρκή για να φέρουν κοντά μου τον οποιοδήποτε και να τον κάνουν να μείνει.
Τελικά, δεν ξέρω ποιος απ’ τους δυο μας έχασε τα περισσότερα. Εσύ που δε μας έδωσες την ευκαιρία ή εγώ που σπαταλήθηκα σε αναμονές. Κι όμως, αν ήξερες πόσα χάνεις μακριά μου, τώρα θα ήσουν δίπλα μου. Κι αφού δεν είσαι δίπλα μου, δεν αξίζεις αυτά που χάνεις μακριά μου.
Κράτησα ανάσες, κράτησα συναισθήματα, κράτησα σκέψεις, τα αλυσόδεσα και τα κοίμισα, μόνο και μόνο γιατί πίστεψα πως αν εσύ δεν είσαι, δε θα είναι άλλος κανείς. Κι όλα έμειναν σιωπηλά, αδιαμαρτύρητα να σε παρατηρούν μαζί με μένα να απομακρύνεσαι. Αμετανόητη η καρδιά που αγαπάει. Ξεροκέφαλη κι αυτόνομη. Ώσπου τη χαστούκισα μέχρι να ματώσει.
Έβγαλα από μέσα μου όλο εκείνο το θυμό, το παράπονο, το «γιατί» και τα έκανα ένα δυνατό «Σκάσε». Δεν έχει να κάνει με το αν αξίζεις ή όχι εσύ να τα περνάω όλα τούτα, αλλά με το αν αξίζω εγώ περισσότερο απ’ τον καθένα που θα με αμφισβητήσει και θα με κάνει να χάσω τις ισορροπίες μου.
Όντως χάνεις πολλά και δε στο λέω με πικρία. Στο λέω με κάθε δικαίωμα που μου χαρίζει η κάθε στιγμή αυτοπεποίθησης που κέρδισα, συνειδητοποιώντας πόσα πολλά πέθαιναν μέσα μου ώστε να ζει η δική σου σκέψη. Κι ίσως φανώ εριστική ή κάπως εγωίστρια με τη λέξη «πολλά», γι’ αυτό θα χρησιμοποιήσω ακόμη μία. Χάνεις όλα τα διαφορετικά μου. Όλα εκείνα που δεν έμαθες ποτέ. Όλα εκείνα που δεν πρόλαβες να συναντήσεις γιατί κοιτούσες μόνο να ζεις χορτασμένος απολαμβάνοντας την κάθε στιγμή. Καλά έκανες, επιλογή σου.
Δε θα κάνω βαρύγδουπες δηλώσεις, από εκείνες τις σοβαρές που κάνουν τα παιδιά. «Δε σε θέλω πια στην παρέα μου, δεν είσαι φίλος μου, δε σε αγαπάω πια, δε σου ξαναμιλάω». Αυτά για τα οποία η αθώα ψυχούλα τους δεν μπορεί να κρατήσει γινάτι. Όμως, εγώ -δυστυχώς ή ευτυχώς- μεγάλωσα κι είδα το χρόνο να με προσπερνάει αμείλικτος. Κι αποφάσισα απλώς να αλλάξω διαδρομή και να χαρώ όλα εκείνα που κλείδωσα κάποτε για σένα, να τα χαρώ εγώ αρχικά κι έπειτα εκείνος ο κάποιος που θα χωθεί δίπλα μου. Εκείνος που δε θα θέλει να ανέβει πιο ψηλά από μένα, γιατί θα θέλει να βλέπει τη «θέα» μέσα από μένα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη