Έχει μια παράξενη υγρασία απόψε, ικανή να σου αφήσει χαρακιά στα κόκαλα και να σε κάνει να ριγείς σαν να αργοκυλάει σταγόνα νερού στη ραχοκοκαλιά σου. Κοιτάζω τα φώτα της πόλης στο βάθος να στέκονται σαν μικροί φάροι και να δηλώνουν παρουσίες ανθρώπινων ψυχών. Κάπου εκεί ανάμεσά τους βρίσκεται και η δική σου.
Δεν αντέχεται τούτη η μοναξιά. Μιλιέται η ψυχή με τη σιωπή, συνεννοούνται και μου φωνάζουν «σήκω». Κάνω πως δεν ακούω, μα μάταια το προσπαθώ. Χάνομαι σε σοκάκια, μπερδεύομαι με τους περαστικούς, ήχοι, μυρωδιές, εικόνες. Δε θέλω παρέα απόψε. Δεν αντέχω κανενός είδους ζευγάρωμα. Θέλω τα λόγια μου να ακουμπούν στα μυστικά μου. Να σωπαίνω και να ουρλιάζω χωρίς ο ήχος μου να φτάνει στ’ αυτιά του όποιου άλλου πέρα από εμένα.
Ψάχνω και ψάχνομαι. Πουλάω κι αγοράζω. Πλανιέμαι και περιπλανιέμαι. Μορφές και νύχτες, αγγίγματα κι αισθήσεις. Στο δρόμο κανείς άλλος όπως κι εσύ. Εκεί κολλάνε όλα. Εκεί παύουν οι διαδρομές να είναι φωτισμένες, οι δρόμοι γεμίζουν χώματα και πέτρες και γίνονται δύσβατοι. Μου λείπεις. Το ξέρεις φαντάζομαι. Άλλωστε δε γίνεται να μην το ξέρεις. Δεν μπορεί να μην το ξέρεις.
Θέλει κότσια να μάθω να ζω χωρίς εσένα. Κότσια και δυνάμεις που μοιάζει να μην τις έχω. Κάποιος μου ζητάει ένα τσιγάρο. Και είναι ο μόνος που επιτρέπω να με σταματήσει από την άγνωστη πορεία μου τούτο το βράδυ.
Κάθομαι εκεί κοντά του. Θέλω μόνο μαζί του να μιλήσω. Σ’ αυτόν που δεν τον ενδιαφέρει η ιστορία μου κι ούτε κάνει πως τον νοιάζει. Πόσο τον προτιμώ από όλους τους δήθεν που προσποιούνται πως ακούν. Οι τζούρες γίνονται καύτρες, οι καύτρες καπνός κι ο καπνός ομίχλη. Βλέπεις; Αυτή την ομίχλη θέλω απόψε για παρέα. Δεν του μιλάω μα εκείνος ακούει. Κι εγώ λυτρώνομαι.
Να είχε καρδιά η μοναξιά, να είχε μιλιά, να είχε ήχο. Κι όμως τούτη τη νύχτα οι μοναξιές συγκρούονται στο δικό μου διάβα. Περνάω από μπροστά τους κι αυτές κάνουν στην άκρη. Πόσο θόρυβο κάνω τελικά όταν θελήσω. Ουρλιάζει το μέσα μου βλέπεις. Με ουρλιαχτό παράνοιας από την έλλειψή σου. Οι μνήμες στήνουν χορό στα μάτια μου μπροστά κι ας έχω πάψει να θρηνώ.
Το τσιγάρο τελειώνει. Σχεδόν μου καίει τα δάχτυλα. Ανατριχιάζω. Προσφέρω άλλο ένα στον άγνωστο φίλο μου και αφήνω τη μικρή τούτη φλόγα να πυρπολήσει το χαρτί που αγκαλιάζει τον καπνό μας. Κρυώνω απόψε. Δεν ξέρω αν φταίει ο καιρός μα εγώ κρυώνω. Έτσι γίνεται όταν λείπει η αγκαλιά. Οι ώμοι γέρνουν γίνονται σαν κρεμάστρες που αναζητούν εκείνο το ρούχο που θα τις γεμίσει για να μη μένουν άδειες, κενές. Όπως αισθάνομαι εγώ εδώ τώρα.
Μόνο για ένα βράδυ σου επιτρέπω να με κάνεις και πάλι κτήμα σου. Όπου κι αν είσαι, ό,τι κι αν κάνεις, σου δίνω το δικαίωμα να έρθεις κοντά μου. Μπες στο σώμα μου, στη σκέψη μου, γίνε σκιά και παρουσία κι έλα να μου κρατήσεις συντροφιά. Έλα και τράβα μια ρουφηξιά από το τσιγάρο μου κι άσε τον καπνό να γίνει η γεύση του φιλιού που θ’ακουμπήσεις στα χείλη μου. Σου υπόσχομαι να μην κρατήσω άμυνες, να μη φοβηθώ και να μη σε τρομάξω.
Ο διπλανός μου, αποψινός συνοδοιπόρος μου, με κοιτάζει αμίλητος, ανησυχητικά βουβός. Μια λέξη μόνο ξεστομίζει, «πονάς;». «Λιποτακτώ», του απαντάω. Προδίδω τη μοναξιά μου, γίνομαι επίορκος και λιποτάκτης γιατί έτσι αποφάσισα, γιατί αυτό θέλω πιότερο από οτιδήποτε στον κόσμο αυτή τη νύχτα. Μένω εκτός ορίων, εκτός όρων και προϋποθέσεων, υπογράφω ανακωχή και σε προσκαλώ να γίνεις επισκέπτης μου. Σου αφήνομαι, σου παραδίνομαι, κορμί και ψυχή, μυαλό και καρδιά στα εναποθέτω στα χέρια σου και άφησέ τα να φωλιάσουν, να βρουν για λίγο τη μήτρα που τα έθρεψε τόσο μοναδικά.
Σηκώνομαι να φύγω. Του αφήνω το πακέτο. Έτσι κι αλλιώς από τα «κομμένα» ήταν.
-Φεύγεις; με ρωτάει.
-Άργησα, του λέω.
-Τότε τρέχα, μην καθυστερείς άλλο. Πήγαινε εκεί που σε περιμένουν…
-Λες;
-Λέω… Και φρόντισε εκεί που πας, να είναι κάπου που δε θα χρειαστεί να λιποτακτήσεις ξανά…
-Αυτό θα κάνω…
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή