Πόσες φορές έχεις χάσει το δίκιο σου και πόσες φορές δεν έχεις πασχίσει αγωνιωδώς να το βρεις. Μιλάς, διεκδικείς και προσπαθείς μάταια, να γίνεις κατανοητός στο συνομιλητή σου και να εξηγήσεις πολλές φορές τα αυτονόητα. Κι ενώ εσύ καταβάλλεις προσπάθειες και σπαταλάς χρόνο και σάλιο, δεν υπάρχει καμιά απολύτως ανταπόκριση.
Και το περίεργο είναι πως τα ίδια πράγματα και τα ίδια ζητούμενα μπορεί να έχει και κάποιος άλλος, ο οποίος ανακαλύπτεις πως με πολύ λιγότερο κόπο και σε πολύ λιγότερο χρόνο, κατάφερε να τα κερδίσει.
Είναι αυτό που λένε πως τελικά δε θέλει κόπο, αλλά θέλει τρόπο. Δεν είναι τι λέμε, αλλά πώς το λέμε. Δεν έχει να κάνει μόνο με την παιδεία και τους καλούς τρόπους, ή με νταηλίκια και τσαμπουκάδες. Δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη συνταγή για να περνάς στον άλλον όσα επιθυμείς. Ίσως γιατί δεν είναι όλες οι ώρες κι οι στιγμές ίδιες, ή γιατί όπως κι εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε πάντα την ίδια διάθεση και διαλλακτικότητα να κατανοήσουμε όσα μας λένε και μας ζητούν, κάπως παρόμοια λειτουργούν όλοι.
Σίγουρα το να ζητάς ευγενικά αυτό που θες, πολλές φορές σου δίνει πόντους, σε εξυψώνει στα μάτια των άλλων και σε οδηγεί σε λύσεις αφιερώνοντας λιγότερο χρόνο κι ενέργεια, από ό,τι στην περίπτωση που θα κατέφευγες σε προστριβές, φωνές, τσακωμούς και διαφωνίες.
Χωρίς αυτό, όμως, να σημαίνει πως η ευγένεια κι οι καλοί τρόποι σου ανοίγουν πάντα τις πόρτες που επιθυμείς ή οδηγούν στην επίλυση των προβλημάτων. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που όσο κι αν θες να είσαι ήρεμος και ευγενικός, ο συνομιλητής σου κάνει ό,τι περνάει απ’ το χέρι του, για να φτάσει στα κόκκινα το νευρικό σου σύστημα. Κι όσο κι αν προσπαθείς να διατηρήσεις την ψυχραιμία σου για να μη χάσεις το δίκιο σου, έρχεται η στιγμή που χάνεις τον έλεγχο του εαυτού σου και κατά συνέπεια της κατάστασης και ξεχνάς τους τρόπους σου.
Το θέμα είναι να υπάρχει αμοιβαία κατανόηση κι επικοινωνία κι η πρόθεση για ομαλή εξέλιξη του όποιου θέματος να μην είναι μονόπλευρη. Αυτό μπορεί να ισχύσει απ’ τα πιο απλά και καθημερινά μέχρι τα πιο σύνθετα και πολύπλοκα, με τα οποία ερχόμαστε όλοι μας αντιμέτωποι καθημερινά.
Δυστυχώς έχουμε μάθει να κάνουμε διάλογο όχι για να ακούμε τους άλλους, αλλά για να μιλάμε εμείς. Υψώνουμε τη φωνή μας, δε, τόσο εύκολα θεωρώντας πως όποιος μιλήσει πιο δυνατά αυτού η άποψη θα υπερισχύσει, που καταντήσαμε κουφοί και φωνακλάδες, θυμωμένοι κι εριστικοί. Τελειώνουμε μια συζήτηση και πολλές φορές δε θυμόμαστε καν το θέμα, μα ούτε και τι ειπώθηκε.
Ξεχάσαμε να ακούμε για να κατανοήσουμε, ξεχάσαμε να μιλάμε για να προτείνουμε, ξεχάσαμε να έχουμε ανθρώπινη και κοινωνική ενσυνείδηση. Γίναμε παρτάκηδες και λάτρεις του προχείρου. Λέμε για να πούμε και για να εντυπωσιάσουμε κι όταν έρχεται η ώρα να πράξουμε, δηλώνουμε αδυναμία. Άλλωστε η φράση «δεν είναι τι λέμε αλλά πώς το λέμε», μάλλον δεν αναφέρεται μόνο στο σωστό τρόπο που πρέπει να χρησιμοποιούμε για να περνάμε την άποψή μας ή τις επιθυμίες μας. Αναφέρεται και στο γεγονός ότι τα λόγια μας ιδανικά θα έπρεπε να κρύβουν ειλικρίνεια κι όχι αληθοφάνεια.
Δεν προσβάλλεις κάποιον μόνο όταν του φωνάζεις ή όταν τον βρίζεις, προσβολή θεωρείται κι όταν χρησιμοποιείς το σωστό τρόπο προσέγγισής του μόνο και μόνο για να επωφεληθείς εσύ. Προσβολή θεωρείται κι η ευγένεια για να κερδίσεις τις εντυπώσεις κι η ψεύτικη καλοσύνη για προσωπικό όφελος και προβολή.
Κι είναι να αναρωτιέσαι από πότε έγινε τόσο δύσκολο να συναναστρέφεσαι συνανθρώπους σου και να εξισορροπείς καταστάσεις, είτε για να διατηρείς τις σχέσεις σου είτε για να διεκδικείς τα αυτονόητα. Ίσως όλο αυτό τελικά, έχει να κάνει με το γεγονός, πως το βάρος που κουβαλάει ο καθένας στις πλάτες του, δεν το μεταβολίζει σε πείρα για να γίνεται πιο ευέλικτος, αλλά το αντιμετωπίζει σαν φορτίο που θέλει να ξεφορτωθεί βρίσκοντας ένα εξιλαστήριο θύμα για να του το πασάρει.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη