Κοίτα, λοιπόν, για τελευταία φορά την εικόνα των ματιών μου να σου λέω σ’αγαπάω ενώ εσύ δηλώνεις την απουσία έρωτα απ’ τη μεριά σου, κοίτα για τελευταία φορά την εικόνα των ματιών μου να δακρύζει μπροστά σου, ενώ εσύ καθόσουν με σταυρωμένα χέρια, κοίτα με για τελευταία φορά να χαμογελάω σαν παιδί στο άγγιγμά σου. Κοίτα με κι έπειτα βάλε τελεία και παύλα και ξέχνα με μία για πάντα. Μ’ ένα delete, διαγράφεται ένας άνθρωπος. Διαγράφεται; Ναι, διαγράφεται απ’ τα δεδομένα σου…
Πόσο πιο εύκολα γίνονται όλα όταν δεν τα πολυψειρίζεις. Πόσο εύκολα ξεχνάνε οι άνθρωποι και προχωράνε παρακάτω, αφήνοντας πίσω τους όσα τους χάλασαν τη διάθεση, το στομάχι, την ηρεμία τους. Με το πάτημα ενός κουμπιού, τόσο απλά δηλώνεις ότι δε γουστάρεις άλλο και κλείνεις μια αόρατη πόρτα στα μούτρα κάποιου, μια πόρτα που ίσως και να μην άνοιξε ποτέ.
Μεγάλωσα πολύ για να λέω «δε βαριέσαι». Κι όσο βαθιά κι αν ήταν τα συναισθήματα βαρέθηκαν να παίζουν μόνα τους, να σε επιβεβαιώνουν και να σε καρτερούν στο πατάκι της εξώπορτας για να κάνεις νεύμα να περάσουν μέσα. Δεν τα πίστεψες, δεν τα κατάλαβες και στην τελική δεν τα εκτίμησες. Με σηκωμένα τα μανίκια κι ορθωμένες άμυνες κι ασπίδες, τίποτε δε χτίζεται. Και δυστυχώς άλλα δηλώναμε κι άλλα πράτταμε.
Και κοίτα κάτι παράξενα πράγματα, το ξέραμε απ’ την αρχή κι οι δυο πως ο έρωτας δε στέκει σε σεισμογενή περιοχή και κυρίως δε στέκει όταν του κρατάει το χέρι μόνο ο ένας απ’ τους δυο. Κι όσο κι αν ο άλλος λέει πως αγαπάει, ο έρωτας μόνο με έρωτα τρέφεται, μόνο έτσι μπορεί να ανασαίνει, αλλιώς αρρωσταίνει κι έπειτα πεθαίνει.
Μην αναιρέσουμε, λοιπόν, τούτη την πρωτοβουλία σου. Καλώς είναι καμωμένη, άφησέ την εκεί να σφραγίζει πόσο λίγοι φανήκαμε κι οι δύο και πόσο πολύ ταιριάζουνε οι πλάτες μας κι όχι οι αγκαλιές μας. Πόση ήταν η ανυπαρξία θέλησης και συναισθήματος που δε βρήκαμε τα κότσια να κοιταχτούμε στα μάτια και να μιλήσουμε, χωρίς τη βοήθεια πλήκτρων και «μεταφράσεων».
Πήγαινε εσύ στο παρακάτω κι εγώ στο παραπέρα, αδειάζοντας στους κάδους μας με τα ανεπιθύμητα που κάποτε ήταν τόσο απόλυτα επιθυμητά. Ξήλωσε και το πλήκτρο της επαναφοράς απ’ το πληκτρολόγιό σου μην τύχει και το μετανιώσεις, μην τύχει κι έχεις ενδοιασμούς για την απόφασή σου.
Χάνονται, λένε, οι άνθρωποι με το πέρασμα του χρόνου. Πού να δεις τι συμβαίνει με το πέρασμα απ’ την αγάπη στο μίσος. Κι είναι τόσο εύκολο όταν αγαπάς να μισήσεις. Ενώ είναι τόσο δύσκολο να μισήσεις όταν είσαι ερωτευμένος. Θέλει θάρρος και δύναμη να γίνεις απόλυτος στη ζωή σου. Θέλει κότσια και μαγκιά να μπορείς να διαγράφεις ανθρώπους κι ιστορίες. Θέλει να μπορείς να ξεριζώσεις κάθε ίχνος συναισθήματος που πιθανόν να σε κάνει να ρίξεις μια δεύτερη ματιά και να ξανασκεφτείς αν το delete είναι η μόνη λύση. Θέλει να είσαι όπως εσύ.
Το παράξενο είναι πως τώρα που σε βλέπω από μακριά, κοιτάζομαι στον καθρέφτη και νομίζω πως σιγά-σιγά σου μοιάζω. Γίνομαι το ίδιο απόλυτη με σένα, ξεχνάω όσα με λυγίζουν, θάβω όσα σε θυμίζουν, δεν αφήνω τα συναισθήματα να θολώνουν την κρίση μου κι αφήνω το χρόνο να γιατρέψει, όπως λένε.
Σε λίγο δε θα είσαι παρά μια ουλή που θα περνάω το χέρι μου από πάνω και δε θα πονάει. Κι από κόκκινο το χρώμα της θα γίνει ροδαλό κι αχνό. Και ξέρεις, το θέλω τούτο το σημάδι, δε θα κάνω τίποτε για να το διαγράψω, δε θα το καλύπτω και δε θα το απαξιώνω. Είμαι περήφανη ακόμη και γι’ αυτό. Η παρουσία του δηλώνει πόσο βαθιά ζω καθετί στη ζωή μου κι ας ξέρω πως θα με πονέσει.
Κι όσο κι αν σου μοιάσω, τελικά, εγώ δε θα καταφέρω ποτέ να σβήνω το «ιστορικό» μου και να το πνίξω στο σκοτάδι, όπως τόσο καλά γνωρίζεις εσύ να κάνεις. Σβήσε, λοιπόν, το φως και σβήσε με κι απ’ τα δεδομένα σου…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη