Πόσες φορές αλήθεια, δεν έχεις προσπαθήσει να μαντέψεις την αίσθηση του κορμιού ενός ανθρώπου, γνωστού ή αγνώστου που έφερε η ζωή στο δρόμο σου; Όσα κι αν κοιτούν τα μάτια, κι όσα κι αν ακούν τ΄αυτιά, τα χέρια θέλουν να τα ψηλαφίσουν και να τα διαβάσουν μέσα από αγγίγματα τυχαία ή εσκεμμένα.
Όλα τα πολλά ή τα λίγα που ικανοποιούνται πίσω από οθόνες και πληκτρολόγια, πίσω από βλέμματα και χαμόγελα, ποτέ δε θα είναι αρκετά για να ολοκληρωθεί η εικόνα σου για έναν άνθρωπο, αν δεν καταφέρεις να νιώσεις τη σάρκα του να μπλέκεται στ’ ακροδάχτυλά σου.
Η γλώσσα του σώματος μαρτυράει κρυμμένα μυστικά, προκαλεί ερωτήσεις και δίνει απαντήσεις. Ερωτεύεσαι το βλέμμα, μαγεύεσαι από το λόγο, μα η επαφή γίνεται σπίθα, φλόγα και φωτιά, να καείς και να κάψεις, να δώσεις και να πάρεις. Ποθείς να νιώσεις κάποιον διασχίζοντας κι εξερευνώντας, κάθε στιγμή, γέφυρες και μονοπάτια χαραγμένα στο κορμί του. Η αφή είναι η αίσθηση που βάζει τα κύτταρα δυο ανθρώπων να συνομιλήσουν, να συμφωνήσουν, να τσακωθούν, ν’ αδιαφορήσουν, να χαθούν, να πεθάνουν και ν’ αναστηθούν.
Σε αγγίζει κάποιος και μεθάς, ζαλίζεσαι, αφήνεσαι σ’ εκείνη τη μικρή ηλεκτροφόρα στιγμή και χάνεσαι. Κάθε φορά που σου μιλάει, συνοδεύει τις λέξεις του μ’ ένα κράτημα. Μέσα στη χούφτα του κλείνει ένα μικρό κομμάτι από σένα, μα εσύ του χαρίζεις όλο σου το είναι κι ας μην το ξέρει, ας μην το αντιληφθεί ποτέ. Άλλωστε, δεν είναι σίγουρο το πότε κι αν θα συγχρονιστείτε. Όμως εσύ αισθάνεσαι πως σ’ αγκαλιάζει και ζεσταίνεσαι, σε χαϊδεύει κι εξημερώνεσαι, σε κρατάει κι ανήκεις, σ΄αγγίζει κι ολοκληρώνεσαι.
Δυο άνθρωποι μπορεί να χτίσουν ή να γκρεμίσουν όνειρα και κόσμους μέσα απ’ την επαφή τους. Δυο σάρκες με διαφορετική υφή, μυρωδιά, χρώμα, σχήμα, ενώνονται στο πολύ και στο λίγο και ψάχνουν αναγνωριστικά σημάδια για να ταυτοποιήσουν δικά τους στοιχεία και να ταυτιστούν. Τυχαίες γνωριμίες που μέσα από ένα ακούσιο άγγιγμα γίνονται ιστορίες κι απ’ την άλλη, σχέσεις που στοιχειώνονται απ’ το αταίριαστο, το μη συμβατό της ένωσής τους και διαλύονται.
Οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν τα χέρια τους για να δώσουν έμφαση στο λόγο τους, σου δίνουν μικρές παραστάσεις και σε υπνωτίζουν με κάθε τους κίνηση. Εσύ απλώς παρακολουθείς στόμα και χέρια και παρακαλάς, σχεδόν εκλιπαρείς, αυτά τα δυο πιόνια-χέρια να σ’ αγγίξουν. Νιώθεις το κεφάλι σου να μουδιάζει από τη βασανιστική επιθυμία να γευτείς, αυτό που δυστυχώς μόνο βλέπεις τόση ώρα και μάλιστα πολλές φορές, σ’ απόσταση αναπνοής.
Θες να φωνάξεις. Άγγιξέ με, φίλα με, κράτα με, άρπαξέ με κι έλα να δοκιμάσουμε, να πειραματιστούμε. Είμαι εγώ; Είσαι εσύ; Είμαστε εμείς; Αξίζει να επενδύσουμε ή να τραβήξουμε γι’ αλλού; Άλλο σε φαντάζομαι κι άλλο σε νιώθω. Ας τολμήσουμε να καλύψουμε τη στιγμή του «παρά τρίχα» και να την κάνουμε καθοριστική στιγμή για να αισθανθούμε και ν’ αποφασίσουμε, αν θα ερωτευτούμε, αν θ’ αγαπήσουμε, αν θα διεκδικήσουμε ή αν θα παραιτηθούμε.
Όσο κι αν σε κρατάει η όραση σ’ εγρήγορση, ποτέ δεν παύεις να σκέφτεσαι τη μυρωδιά και την αίσθηση ενός άλλου ανθρώπου. Η αγκαλιά του, το χάδι του, σου συμπληρώνουν το παζλ και στο κάνουν εικόνα για να ταξιδέψεις, ανάμνηση, όνειρο κι επιθυμία, στο κάνουν απωθημένο και προσδοκία.
Ακόμη κι αν κρατήσεις τις λέξεις για σένα, άσε το κορμί να μιλήσει, δώσε του χώρο και χρόνο για να πει όσα δεν τολμάς και ν’ απαντήσει σε όσα διστάζεις. Εκείνο ξέρει καλύτερα πώς ν’ αναγνωρίζει τους συμβατούς του δότες, φίλους ή εραστές, έχει το δικό του τρόπο να τους ελκύει, να τους ξεσκαρτάρει και να τους κρατάει.
Ίσως καμιά φορά μοιάζει να παραπλανιέται και να περιπλανιέται σ’ αδιάφορα αγγίγματα και σώματα ξένα. Ίσως ακόμη-ακόμη, μοιάζει να κουράζεται, καθώς μοιράζεται σ’ εφήμερα χαϊδολογήματα, μόνο και μόνο για να πάρει πρόσκαιρες χαρές. Μα δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, γιατί εκείνο ξέρει και θα κατασταλάξει στο απαλότερο χάδι, εκείνο που θα κλείνει μέσα του, όλα όσα αναζητάει στο ταξίδι του στο χρόνο.
Ο ήχος ενός ανθρώπου προκαλεί το αίσθημα της υπερδιέγερσης, της ηρεμίας ή της έξαψης, η εικόνα του, δίνει χρώμα στον ήχο και τον κάνει σχήμα στο βλέμμα. Η αφή όμως, αυτή η επαφή του σώματος που κλέβει τη γεύση του άλλου μέσα από το άγγιγμα ή το φιλί, είναι το λιθαράκι για να θεμελιωθεί σωστά η σχέση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους.
Γι’ αυτό οι απτικοί άνθρωποι είναι ερωτεύσιμοι, γιατί προκαλούν κι εξιτάρουν τη φαντασία σε κάθε τους κίνηση. Κρίνονται και κατακρίνονται, πολλές φορές, γιατί η συμπεριφορά τους παρεξηγείται, λόγω της τόσο απροσδόκητης παραβίασης του χώρου σου, μέσα από εκείνα τα ελαφρά σπρωξίματα την ώρα που γελούν ή τ’ ασυναίσθητα τραβήγματα όταν βιάζονται ή τα φευγαλέα χάδια τους και χουφτώματα, αναζητώντας ενίοτε τη σύνεση και την αλληλεγγύη σου.
Στην πορεία, όμως, αντιλαμβάνεσαι πως αυτά τα αγγίγματα είναι μέσα στα πλαίσια επικοινωνίας με τον περίγυρό τους κι αρχίζεις σιγά-σιγά να τ’αναζητάς, να τα οικειοποιείσαι και κατ’ επέκταση, ενώ αρχικά ήσουν επιφυλακτικός, να γίνεσαι μίμος τους, ακολουθώντας παρόμοια μ’ αυτούς συμπεριφορά. Το πρόβλημα είναι βέβαια, ότι καραδοκεί πάντα ο κίνδυνος, να τους ερωτευτείς μέχρι να συνειδητοποιήσεις τι ακριβώς συμβαίνει, μην μπορώντας να διακρίνεις και να μεταφράσεις καθαρά το συναισθηματικό φόντο των κινήσεών τους.
Παρ’ όλα αυτά μη διστάσεις. Άγγιξε, χάϊδεψε, εναπόθεσε τη ζεστασιά σου πάνω στη σάρκα του άλλου κι επένδυσε σ’ αυτό, δίνοντας στα σώματα το περιθώριο να πραγματοποιήσουν την αναγνωριστική τους περιπολία. Ποτέ δεν ξέρεις πόσο θα κρατήσει ένα φευγαλέο άγγιγμα. Άδραξε λοιπόν την παραμικρή ευκαιρία κι άφησε τα παραμύθια να ξετυλιχτούν μέσα από μικρές δόσεις ακούσιων ή εκούσιων αγγιγμάτων, το τέλος θα στο ψιθυρίσει, η υπέρτατη ηδονή μέσα από την τέλεια ένωση.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου