Αν κάποιος με ρωτούσε πώς θα χαρακτήριζα τη σχέση μου με τη μουσική γενικά, θα του απαντούσα «άκρως ερωτική». Αν όμως μου ζητούσε να του χαρακτηρίσω τη σχέση μου με την ελληνική μουσική, θα του έλεγα «σχέση πάθους κι εξάρτησης». Γιατί καταφέρνει μέσα απ’ τις μελωδίες της και τα λόγια της να μου γεννάει άπειρα συναισθήματα και να διεγείρει μοναδικά όλες μου τις αισθήσεις.
Νομίζω, πως έμαθα να την αγαπώ πριν καν γεννηθώ. Γιατί λένε πως τα έμβρυα ακούν κι αντιδρούν στους ήχους. Την ένιωσα να μου γλυκαίνει τον ύπνο μέσα απ’ το τρυφερό νανούρισμα της μάνας, σαν ήμουν στα «σπάργανα» ακόμη. Συνέχισα να την αναγνωρίζω στο παραδοσιακό τραγούδι της γιαγιάς, καθώς με «χόρευε» πάνω στα γόνατά της. Και σαν παιδί πια, ήρθε και μου έντυσε με ήχους εκείνα τα μεσημέρια που τα οικογενειακά γεύματα έφταναν να ξημερωθούν , με γλέντια που ξεκινούσαν απ’ το πουθενά κι αντηχούσαν σε όλη τη γειτονιά τα «όπα» και τα «στην υγειά μας». Τη λάτρεψα μέσα στον ήχο της λατέρνας που άκουγα τις Κυριακές το απόγευμα τρώγοντας παγωτό καθισμένη στα σκαλάκια του σπιτιού μου.
Μεγάλωσα μαζί της και σαν έφηβη πλέον, περίμενα να έρθει στο πάρτι η ώρα του μπλουζ για να συνοδέψει η μουσική το αγκάλιασμα και να λυθεί η γλώσσα. Κι όταν ξεκινούσε εκείνο το «τα ’χουμε», έψαχνα να βρω τραγούδια και να γράφω κασέτες για να εκφράσω μέσα απ’ τους ελληνικούς στίχους, της καρδιάς μου το «σαράκι». Μαζί της τσούγκρισα τα ποτήρια πίνοντας ρετσίνα στα κουτούκια ακούγοντας παλιά ρεμπέτικα όταν ενηλικιώθηκα και μαζί της ξημερώθηκα τραγουδώντας μετά από ξενύχτι σε μπουζούκια. Κι ανάμεσά μας χώθηκε σ’ εκείνο το χασαποσέρβικο που χορέψαμε αγκαλιασμένοι, μισομεθυσμένοι, γνωστοί κι άγνωστοι στο κάπου, κάποτε.
Όλα τα «πέφτω» μου και τα «σηκώνομαι» τα έχω άμεσα συνδεδεμένα με ελληνικά τραγούδια κι ας ερωτεύτηκα τόσα πολλά του ξένου ρεπερτορίου, που ακούω, τραγουδάω κι αναμασάω κατά καιρούς. Οι αδυναμίες, όμως, δεν κρύβονται κι εγώ μάλλον, ανήκω σ’ εκείνους που όταν ακούνε την πενιά ο νους τους ταξιδεύει. Κι όταν μετρώ τις αναμνήσεις μου, με συναντώ ξυπόλητο παιδί ν’ ακούει το βιολί και να λικνίζεται, νιώθοντας να ζωγραφίζουν τα πόδια μου στο πάτωμα όλα μου τα συναισθήματα.
Αυτά τα συναισθήματα μοιράστηκα ενώ καθόμουν στα βράχια να αγναντεύω τη θάλασσα και χέρι-χέρι ανεβήκαμε στο Λυκαβηττό κάτω απ’ το φεγγάρι να ακούσουμε τα τραγούδια και να αχνοφέγγουμε τη φλόγα του αναπτήρα στο ρυθμό τους. Εκείνη με ζέστανε όταν με πάγωσε ο πόνος, εκείνη θυμάμαι στους έρωτες, στους χωρισμούς μου κι αυτήν ακούω ακόμη να γρατζουνάει την κιθάρα της παρέας μου στην αμμουδιά τα καλοκαιρινά βράδια.
Και φυσικά την αφήνω ακόμη και σήμερα να με παραμυθιάζει, να με ταξιδεύει, να με βάζει να ψάχνομαι, να χάνομαι και να βρίσκομαι μέσα από τα είδη της, τα τραγούδια της και τους καλλιτέχνες που την εκφράζουν. Δεν μπορώ να την αποχωριστώ γιατί είναι η συντροφιά μου και το «αποκούμπι» μου, όπως λέγανε οι παλιοί.
Μέσα απ’ την ελληνική μουσική έμαθα να εκφράζω την ψυχή μου και μέσα στους στίχους της και τις μελωδίες της, συνάντησα πολλές φορές τον εαυτό μου και τον είδα να γεννιέται, να μεγαλώνει, να ερωτεύεται, να χωρίζει, να πονάει, ν’ αγαπάει, να προχωράει. Την άκουσα να παίζει δυνατά μέσα στην τρέλα μου κι εγώ να χτυπιέμαι μαζί της και την ένιωσα να μου ψιθυρίζει τα λόγια που χρειαζόμουν και να μου ζωγραφίζει το χαμόγελο στα χείλη.
Έμαθα να την αγαπώ, να τη σέβομαι, να τη θαυμάζω και να τη χειροκροτώ και μελετώντας τη, ας μου επιτραπεί, να τη θεωρώ «πολυπολιτισμική». Γιατί μέσα απ’ τις μελωδίες της, καταφέρνει να μπλέκει το παλιό με το καινούργιο, να γεφυρώνει την μια άκρη της Ελλάδος με την άλλη, να χάνεται στα βάθη της ανατολής, περνώντας απ’ τη Σμύρνη ενώ ταυτόχρονα «κλείνει το μάτι» σε ήχους της δύσης. Κι όλα αυτά να τα παντρεύει μ’ ένα μαγικό τρόπο που ακούγοντάς την, μεθάς και παρασύρεσαι στο δικό της κόσμο γεμάτο νότες κι ήχους.
Η μουσική του κόσμου είναι μία και σίγουρα δε χρειάζεται να μιλάς όλες τις γλώσσες για να την καταλάβεις, όμως έμαθα να μοιράζομαι όλα τα βιώματά μου με τραγούδια γραμμένα στη γλώσσα μου αγγίζοντας τις πιο ευαίσθητες χορδές μου. Πιστεύοντας ότι της χρωστάω πολλά, θα την αποζητάω σαν συνταξιδιώτη μου σε όλες τις διαδρομές του μυαλού μου και της ζωής μου, για να μου επενδύει μουσικά κάθε μου σκέψη κι ανάμνηση, μέχρι να φτάσω σ’ εκείνη τη φάση της ζωής μου που η ακοή μου θα είναι ανίκανη για να διδαχτεί καινούργιους ήχους μα η μνήμη μου θα μου κρατάει ζωντανά όλα τα πεπατημένα μουσικά μου μονοπάτια.
Επιμέλεια Κειμένου Μελίνας Αγγελάκη: Πωλίνα Πανέρη