Έπιασα πάλι τον εαυτό μου στα πράσα να κρυφοκοιτάζει εκείνη τη γωνιά του δωματίου. Δεν το ήθελα, μα έβλεπα εκεί το μόνο φωτεινό σημείο από ολόκληρο το σπίτι. Σαν να ξεπηδούσε άλικο χρώμα σε ασπρόμαυρο, θαμπό φόντο. Τούτη η μάζα από ύφασμα και βαμβάκι έγινε ξαφνικά το μόνο πράγμα στο οποίο μπορούσα να εστιάσω.
Ένα στρώμα στο πάτωμα, που μέχρι να σε γνωρίσω έμοιαζε ένα συνηθισμένο αντικείμενο σαν όλα τα υπόλοιπα που αγοράστηκαν για να επιπλώσουν τους δικούς μου τέσσερις τοίχους, ένα στρώμα που με φιλοξένησε αμέτρητα βράδια κι έγινε μάρτυρας την σιωπής μου και της φωνής μου, μα ποτέ δε σήμαινε τίποτε περισσότερο για μένα, γίνεται πλέον ο κεντρικός ήρωας στην καθημερινότητά μου.
Παίρνει αξία κι απαξιώνει όλα τ’ άλλα γύρω του. Ίσως γιατί μου θυμίζει εσένα. Μυρίζει όπως εσύ, είναι ποτισμένο με τη σάρκα σου κι έχει κρατήσει το χνάρι σου πάνω του. Κοιτώντας το, ξαναζωντανεύουν οι σκιές μας καθώς ενώνονται, τις παρατηρώ καθώς πεθαίνουν κι ανασταίνονται, ακούω τους αναστεναγμούς και τα βογκητά μας, βλέπω κάθε μας κύτταρο να παραδίνεται στην απόλυτη τρέλα κλείνοντας απέξω κάθε σειρήνα καθημερινότητας που προσπαθεί να μας αποσπάσει από τούτο το ταξίδι.
Ξέρεις, έχω αφήσει ακόμη τα σεντόνια τσαλακωμένα να μετράνε ανάσες και δε θέλω να πειράξω και να ισιώσω ούτε μια ζάρα τους. Εγώ που μέχρι πριν τοποθετούσα προσεχτικά στρωσίδια και μαξιλάρια πάνω του, τώρα αρνούμαι να τοποθετήσω στην επιφάνειά του οτιδήποτε άλλο πέρα απ’ τα κορμιά μας. Διαπιστώνω ξαφνικά πως όλα τα αγορασμένα μου περισσεύουν και δε βλέπω πια τη χρησιμότητά τους στη ζωή μου ή δεν την αξιολογώ όπως πριν. Όλα εκτός από αυτό το στρώμα στο πάτωμα. Αυτό κι εσύ είναι η απάντηση σε κάθε κενό μου και τα μόνα απαραίτητα υλικά για τη δική μου ευτυχία.
Μένω αποσβολωμένη να μην μπορώ να κάνω ούτε βήμα και νιώθω ένα ρίγος να με διαπερνάει καθώς μας σκέφτομαι κάτω απ’ τα βαριά σκεπάσματα, τώρα που χειμωνιάζει να γινόμαστε αιχμάλωτοι του πάθους και του πόθου. Κι εύχομαι να είναι τόσο βαριά που να μπορούν να σε αποκοιμίσουν και να σε χαλαρώνουν στο πλάι μου. Μα κι αν αυτά δεν το μπορέσουν, ίσως το καταφέρει ο τρόπος που θα λατρέψω και θα προσκυνήσω κάθε κομμάτι σου. Ίσως το καταφέρει η δική μου πνοή ανάμεσα στα χείλη σου κάθε φορά που θα ψάχνεις οξυγόνο κι η έκσταση στα μάτια μου καθώς θα φτάνω στην απόλυτη κορύφωση παραδομένη στα δυο σου χέρια.
Καρφώνω και πάλι το βλέμμα μου μία στο στρώμα και μία στο πάτωμα. Νιώθω πιο έντονη την απουσία σου, όσο περνούν οι ώρες. Φεύγω, γυρίζω και το ακούω πάλι να μου φωνάζει πόση μοναξιά νιώθει χωρίς εμάς. Σε λίγο θα έρθεις. Θα μου δωρίσεις πάλι χρώμα και χαμόγελο. Θα σκύψεις στο λαιμό μου να χώσεις το φιλί σου σ’αυτή τη μικρή λακουβίτσα που τόσο αγαπάς.
Θα με κρατήσεις δυνατά και θα κολλήσεις πάνω μου το κορμί σου για να με τυλίξεις με τη θέρμη σου. Θα έρθεις κι εγώ θ’ αναρωτιέμαι γι’ ακόμη μια φορά πώς γίνεται να εναλλάσσονται οι ρόλοι μου μαζί σου τόσο γρήγορα, καθώς παραδίνομαι σε σένα άνευ όρων κι ορίων. Μπροστά σου γίνομαι μωρό και γυναίκα, κυρία κι «αλήτισσα», δασκάλα και μαθήτρια, καθώς υποτάσσομαι και κυριαρχώ, αναζητώντας γέφυρες και μονοπάτια για να φτάσω το μυαλό και το κορμί σου στον απόλυτο οργασμό.
Ακούω ήδη το κλειδί στην πόρτα. Παρατηρώ τα πάντα γύρω μου τακτοποιημένα και παρατημένα στη λήθη τους και το μόνο που με νοιάζει, τελικά, είναι να κρατήσω ζωντανό και ξύπνιο εκείνο το στρώμα, το δικό μας, πάνω στο οποίο καταφέρνεις τόσο απόλυτα να πυρπολείς κάθε μου ξεχασμένη, άγνωστη κι ενδόμυχη επιθυμία μου.
Κι αν κάποιος κάποτε με ρωτούσε πότε ένιωσες πιο γεμάτη; Θα απαντούσα πάνω σ’ ένα στρώμα στο πάτωμα και δίπλα μου να βρίσκεσαι εσύ. Αν και πάλι ψέματα θα έλεγα, γιατί αν είσαι εσύ εκεί δε μου χρειάζεται το στρώμα…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη