Σε κοιτάζω και σκέφτομαι πόσο παράξενα απρόβλεπτη είναι η ζωή τελικά. Σε αφήνει να μιλάς, να δηλώνεις, να σχεδιάζεις, να ονειρεύεσαι κι έπειτα στα φέρνει, όπως θέλει αυτή. Κάπως έτσι δήλωσα κι εγώ πως κλείδωσα πόρτες και παράθυρα κι έσβησα το φως στα συναισθήματα, γιατί βαρέθηκα τη συναισθηματική φθορά των σχέσεων και το ρίσκο τους.
Τακτοποίησα απώλειες και επούλωσα πληγές, έκανα καταμέτρηση των λαφύρων και των κεκτημένων, εφοδιάστηκα με κυνισμό και απολυτότητα κι είπα ως εδώ ήταν. Η πιο καλή παρέα η μοναξιά μου. Άντε και οι φίλοι μου, που βρίσκονται σε ανάλογη φάση με τη δική μου, γιατί τους ζευγαρωμένους είπα να τους αποφύγω για λίγο καιρό, μέχρι να βρω τις ισορροπίες μου.
Κι όσο εγώ αποφάσιζα και σφράγιζα με βούλες και υπογραφές τα λεγόμενά μου, ακούγοντας και μαθαίνοντας απέξω όλο το ελληνικό και ξένο ρεπερτόριο με την αντίστοιχη θεματολογία, από κάπου ακουγόταν ένα κρυφό γελάκι στο οποίο δεν έδινα καμία σημασία.
Εμφανίστηκες απ’ το πουθενά. Βγήκες μπροστά μου σαν τον παίχτη outsider και κέρδισες τον αγώνα, σουτάροντας το πέναλτι το τελευταίο δευτερόλεπτο πριν τη λήξη. Κι εκεί που όλα είχαν κριθεί, η δική σου παρουσία έκανε την ανατροπή. Ξεκρέμασα τα παπούτσια απ’ τα αποδυτήρια και ξαναμπήκα στο παιχνίδι, μόνο και μόνο, για να σε βλέπω να με παίζεις. Τώρα ο πάγκος φαντάζει σε μένα μακρινό παρελθόν. Κι όχι μόνο κατέρριψες όλα τα προγνωστικά, αλλά μας ανέβασες και κατηγορία.
Δε σε υπολόγιζα κι ούτε παρακάλεσα ή ονειρεύτηκα να βρεθείς στο δρόμο μου. Ίσως γι’ αυτό λένε πως τα καλύτερα συμβαίνουν εκεί που δεν το περιμένεις. Ήρθες όταν εγώ δε σε περίμενα κι έγιναν όλα τόσο ξαφνικά που μ’ έκανες να πιστέψω πως ένας άνθρωπος είναι σε θέση να ακυρώσει κάθε σου προσπάθεια για μοναξιά, απομόνωση, αποστασιοποίηση, απλώς και μόνο κοιτάζοντάς σε και απλώνοντάς σου το χέρι για ένα «χαίρω πολύ».
Όλα τα δύσκολα δίπλα σου έγιναν απλά κι όλα τα περίπλοκα τα απλοποίησες με συνοπτικές διαδικασίες. Ένα σου χάδι, ένα φιλί κι ένα χαμόγελο μου έλυσαν κάθε κόμπο κι ενδοιασμό. Κοντά σου είναι τόσο εύκολο να γελάω και να ξεχνιέμαι. Το «επικοινωνώ» έγινε αυτονόητο και το «σωπαίνω» ξεχάστηκε κάπου μακριά. Κάθε μέρα μαζί σου μου αναιρεί κάθε κακό προηγούμενο. Κι όλα συνέβησαν χωρίς καμιά προσπάθεια, χωρίς καμία υπέρβαση. Είμαστε απλώς οι εαυτοί μας, αληθινοί και ξεγυμνωμένοι απ’ την αρχή χωρίς βαρύγδουπες δηλώσεις κι υποσχέσεις.
Τι κι αν άργησες, φτάνει που ήρθες. Έβαλες το πόδι σου μπροστά, στο κλείσιμο της πόρτας και την έσπρωξες με τσαμπουκά, με μόνη δύναμη την αλήθεια σου, χωρίς να μου αφήσεις περιθώρια να σε αμφισβητήσω ή να σου πω «πέρασε έξω». Μπήκες στη ζωή μου κι έφτασες να κλείσεις ραντεβού, ακόμη και με τους εφιάλτες μου. Στο διάβα σου παραμέρισαν κι αυτοί. Ίσως, γιατί μου το κάνεις τόσο εύκολο να ονειρεύομαι που δεν έχω πλέον περιθώρια και χρόνο να σπαταλώ μαζί τους.
Σε κοιτάζω, καθώς κοιμάσαι δίπλα μου, έχοντας μοιραστεί το ίδιο κρεβάτι και γελάω ειρωνικά στον εαυτό μου. Εγώ που επέλεγα πάντα το μοναχικό ύπνο, τώρα σε χαζεύω ν’ ανασαίνεις και ζεσταίνεται όλο μου το είναι. Ίσως, γιατί σ’ αυτό το μαξιλάρι ταιριάζει τελικά μόνο το δικό σου κεφάλι. Ίσως, γιατί το στρώμα μου χωράει μόνο το δικό σου κορμί.
Κι όχι δεν ντρέπομαι να παραδεχτώ όσα αισθάνομαι κι ας φαντάζουν λόγια ερωτευμένου ανθρώπου. Εσύ μου έδωσες το θάρρος με την αμοιβαιότητα. Κι είναι η πρώτη φορά που δεν έχω προσδοκίες, δεν κουράζομαι και δεν αναλώνομαι στο τι θα συμβεί ή στο πού θα καταλήξουμε. Γιατί κοντά σου κατάλαβα πως όταν περνάς πραγματικά όμορφα με τον άνθρωπό σου δεν αναζητάς εξασφάλιση και υποσχέσεις. Νιώθεις τόσο πλήρης και γεμάτος που δεν αμφιβάλλεις για όσα αισθάνεστε. Ζεις το παρόν τόσο δυνατά κι έντονα που το μέλλον δεν έχει περιθώρια να τρυπώσει δημιουργώντας ερωτηματικά.
Όσο υπάρχεις στη ζωή μου έχω ξεχάσει να χρησιμοποιώ το «ποτέ» και το «πάντα», απλώς σε κρατάω και ζω την κάθε μέρα, ρουφάω τις στιγμές κι αγαπώ, όσα μοιραζόμαστε, χωρίς ποτέ να ξεχνάω πως η ζωή αποφασίζει κι όχι εμείς για το «τελευταίο σφύριγμα».
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου