Είναι φορές που ψάχνεις τη δύναμη να ξεπεράσεις τον εαυτό σου και να εκφράσεις όσα σε πνίγουν και δε σε αφήνουν ν’ ανασάνεις. Να οπλιστείς με θάρρος και ν’ αφήσεις τα βήματα να σε οδηγήσουν μπροστά στους φόβους σου, ρίχνοντας άμυνες, εγωισμούς και μάσκες. Να πάρεις το ρίσκο κι ας φας τα μούτρα σου.
Η διαδρομή σου μπορεί να είναι απ’ το πάτημα ενός κουμπιού για να στείλεις ένα μήνυμα, ή να πληκτρολογήσεις έναν αριθμό ως και να φτάσεις μέχρι την πόρτα και να πατήσεις το κουδούνι. Παλεύεις με τον εγωισμό σου, με τις δεύτερες σκέψεις σου, παλεύεις με το κορμί σου, με την ψυχή σου, με το μυαλό σου. Θες να πατήσεις την υποτιθέμενη αξιοπρέπειά σου και να κλοτσήσεις δυνατά ό,τι σου σκάει μπροστά σου σαν ανασταλτικός παράγοντας.
Όλα τα ξέρεις, όλα τα λογικά. Αλλά απ’ την άλλη είναι εκείνη η φωνή που ξεκινάει να σου μιλάει γλυκά κι όσο περνάει η ώρα φτάνει να τσιρίζει μέσα στ’ αυτιά σου. Αρχίζεις ν’ αναρωτιέσαι, πώς μπορεί να μην του λείπεις; Πώς γίνεται να μη σε σκέφτεται; Πώς γίνεται να τα ξεπερνάει όλα και να συνεχίζει έτσι ψυχρά και συνειδητά την πορεία του χωρίς ενδοιασμούς;
Εσύ ξυπνάς ακόμη τις νύχτες κι έχεις τη μυρωδιά της σάρκας του μέσα στα ρουθούνια σου. Ακούς τη φωνή του να σου ψιθυρίζει καυτές αναπνοές. Αγκαλιάζεις το κορμί σου και ψάχνεις το άγγιγμά του. Είναι εκεί στο γέλιο σου, στο δάκρυ σου, στο ποτό που πίνεις, στο τσιγάρο που ανάβεις, στο τραγούδι που ακούς. Είναι στα μάτια που σε κοιτάζουν, στο βλέμμα που σε φλερτάρει. Είναι εκεί, γαμώτο, πάντα εκεί.
Το πολύ ή το λίγο που ζεις μ’ έναν άνθρωπο δε μειώνει ούτε αυξάνει την ουσία. Την ποιότητα δεν την καθορίζει πάντοτε η ποσότητα. Άλλα σε δένουν, άλλα σ’ αιχμαλωτίζουν σ’ ένα πρόσωπο, άλλα σου ταυτοποιούν έναν άνθρωπο ως καθοριστικό πρόσωπο για τη ζωή σου. Κι αυτά τ’ άλλα τον καθιστούν μοναδικό κι αναντικατάστατο.
Μπορεί να τον ξεπεράσεις και να προχωρήσεις, μπορεί να βρεθεί κάποιος άλλος άνθρωπος που να αισθανθείς πιο δυνατά και πιο βαθιά συναισθήματα, όμως αυτά τ’ άλλα, τα διαφορετικά θα σου σκάνε σαν χειροβομβίδα κάθε φορά που θα τα λες με τον εαυτό σου. Μπορεί το πρόσωπό του, η φωνή του, η γεύση του να γίνονται πιο αχνά με τον καιρό, αλλά οι στιγμές σας θα είναι το ίδιο ζωηρές πάντα και δεν μπορούν να μοιάζουν με κάτι άλλο.
Αυτά τ’ άλλα είναι που σε φέρνουν στην πόρτα του μπροστά, αυτά είναι που σε βάζουν να παίρνεις το πρώτο αεροπλάνο και να φτάνεις ως τη γωνία του σπιτιού του, ξεροσταλιάζοντας ώρες ολόκληρες, μόνο και μόνο για να τον δεις έστω από μακριά. Αυτά τα δικά σας είναι που εύχεσαι και καταριέσαι να μην τα ζήσει με άλλο πρόσωπο.
Να μη γελάει, να μη δακρύζει, να μην αγγίζει, να μη μιλάει όπως μαζί σου. Ας φτιάξει άλλα καινούρια, αλλά να μην τολμήσει να είναι τα ίδια με όσα μοιραστήκατε μαζί. Αυτά τα «μεταξύ» σας είναι που σε χαστουκίζουν όταν τον δεις σε άλλη αγκαλιά, όταν αντικρίσεις το βλέμμα του να γυαλίζει όπως όταν σε κρατούσε μέσα στα δυο του χέρια και σου άλλαζε τον κόσμο.
Όλα τα δικά σας, σου χαράζουν σημάδια σε ψυχή και μυαλό, τόσο βαθιά που αναρωτιέσαι πότε πρόλαβε κι έσκαψε τόσο πολύ το μέσα σου, πότε αφέθηκες τόσο χωρίς ίχνος αντίστασης ή προστασίας. Κι έπειτα, έρχονται στο μυαλό σου όλες εκείνες οι αγκαλιές, όλα εκείνα τα χάδια, όλοι οι καβγάδες, όλα τα σπασμένα και ξανακολλημένα κι αντιλαμβάνεσαι πόσο γρήγορα έφτιαξες έναν κόσμο μόνο για σας τους δυο.
Έναν κόσμο που θα πρέπει να κλειδώσεις και να επισκέπτεσαι μοναχικά, κρυφά, χωρίς να δίνεις το δικαίωμα σε κανέναν να γνωρίζει, χωρίς να τ’ ομολογείς ούτε στον εαυτό σου. Γιατί δε θες να ξέρει κανείς. Γιατί όλοι σου λένε πως δεν αξίζει. Γιατί αν πεις κι εσύ πως δεν αξίζει θα είναι σαν ν΄απαξιώνεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Μπορεί ο εγωισμός να φωνάζει, να στριγκλίζει μα εσύ ξέρεις ότι άξιζε κι ας μην το παραδέχεσαι, άξιζε μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο.
Δικός σου ο πόνος, δικές σου οι μνήμες, δικές σου οι ευθύνες, δικά σου όλα. Γούσταρες να ζήσεις, ν’ αφεθείς, να πληγώσεις και να πληγωθείς, να πέσεις στα πατώματα, να σηκωθείς και να κάνεις πως ξεχνάς. Αυτό που δε γουστάρεις είναι να σε λυπούνται μα πιο πολύ να λυπάσαι εσύ τον εαυτό σου.
Γιατί όλα τ’ αξίζεις κι όλα μπορείς να τα διαχειριστείς, όλα εκτός απ’ τον οίκτο. Κι ας σε πουν εγωιστικό πλάσμα κι ας σε πουν ψυχρό κι ανάποδο. Ας σε πουν όπως γουστάρουν, εσύ μόνο μπορείς να ξέρεις τι απ’ όλα είσαι και τι έγινες εξαιτίας του.
Ο μόνος που ξέρει την αλήθεια είναι ο καθρέφτης σου. Ούτε καν εσύ. Μόνο ο καθρέφτης σου, που σε κοιτάζει και βλέπει μέσα απ’ τα μάτια σου, ανασαίνει μέσα απ’ το στόμα σου, μετράει τις ρυτίδες σου, φτάνει στην άκρη που κρατάει το δάκρυ σου, αγγίζει το χαμόγελό σου στη σκέψη του και μετά σου φωνάζει πόση δύναμη κρύβεις μέσα σου, τελικά.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη