Θα έρθω να σε βρω. Ένα βράδυ θα κλέψω κουράγιο και θα τολμήσω. Θα σταθώ εκεί σε μια γωνιά να κοιτάξω όσα ανήκουν πλέον αλλού, ή μπορεί κι όχι. Ν’ ακούσω εκείνο το γέλιο, να δω εκείνη την ίδια κίνηση που κάνεις με το ατίθασο τσουλούφι στα μαλλιά σου. Θα έρθω και θα παίξω κρυφτό με τη λαχτάρα μου να σ’ αγκαλιάσω. Θα πάψω να υπακούω στη λογική για μια βραδιά κι ας εκτεθώ στα μάτια όλων και στα δικά μου. Είναι δυνατότερο όλων το δικό μου «θυμάμαι».
Δυνατότερο κι από όσα έχτισα μετά από σένα. Θα βρεθώ μια ανάσα μακριά σου. Θα σε δω να ανεβαίνεις τα σκαλιά για εκείνο το καταφύγιο που κάποτε γεύτηκε κάτι απ’ το δικό μας μαζί. Θα έρθω κι ας νιώσω χίλια μαχαίρια να καρφώνονται σε όλο μου το είναι. Δε θα σου μιλήσω, δε θα σε αγγίξω κι ας με πνίγουν τα λόγια κι ας με γδέρνουν τα γυμνά μου χέρια. Απλώς θα σε χαζεύω, χωρίς εσύ ποτέ να μάθεις, χωρίς να το αντιληφθείς.
Θα μείνω εκεί για όσο πάρει. Μέχρι να πάψουν τα μάτια να σ’ αναζητούν, μέχρι τα πόδια να λυγίσουν, μέχρι τα χέρια να αισθάνονται κενά. Μα εσύ ποτέ δε θα ξέρεις. Θα κρατήσω εκείνες τις στιγμές μόνο για μένα, θα τις φωτογραφήσω και θα τις κάνω αναμνήσεις μαζί με ό,τι άλλο πάντοτε θα σε θυμίζει.
Λένε πως είναι τραγικό και τρελό να παραμένεις πιστός σε κάτι που τελείωσε. Είναι ανώφελο να μην προχωράς, παραμερίζοντας σε κάποιο υγρό κελάρι της ψυχής σου τις στιγμές, τα συναισθήματα, τις επιθυμίες, τις ελπίδες, τα όνειρα. Λένε, όλοι κάτι έχουν να πουν. Όπως κι εγώ τα ίδια θα τους πω για να φανώ πως συμφωνώ. Μα προσποιούμαι κι εγώ κι εκείνοι που έχουν κάποτε δυνατά αγαπήσει.
Προχωράς μα δεν παραμερίζεις όσα ένιωσες. Ζεις μα δε σκοτώνεις όσα σου θυμίζουν. Φτάνει πια. Το τέλος μιας σχέσης δε σημαίνει πως πατάς ένα διακόπτη και σβήνεις τα πάντα. Πώς όσα ήταν στο φως να τα περάσεις με μια κίνησή σου στο σκοτάδι; Ακόμη κι αν το δεδομένο είναι η παύλα σε όσα γράψαμε με κάποιον, η ιστορία γράφτηκε. Είναι εκεί. Έχει τίτλο, πρόλογο, κυρίως θέμα κι επίλογο. Έναν επίλογο που κανείς ποτέ δεν ξέρει πόσες παραγράφους θα πάρει.
Θα έρθω σιωπηλά, αθόρυβα και θα φροντίσω να μη με νιώσεις. Δε θέλω να σου ταράξω τη ζωή, δε θέλω να σε γυρίσω, δε θέλω να σε διεκδικήσω, δε θέλω να νιώσω τον οίκτο να αιωρείται στην ατμόσφαιρα ούτε καν σαν υπόνοια. Θα έρθω για να γεμίσω το βλέμμα μου με τη μορφή σου, εκείνη που όσος καιρός κι αν πέρασε την αναζητάω στο μετρημένο και στο άπειρο πλήθος.
Θα περπατήσω ως την ανηφόρα σου, θα χαϊδέψω τους φθαρμένους τοίχους απ’ τα διπλανά σου σπίτια και θα μείνω εκεί στη γωνιά, να περιμένω ν’ ακούσω το θόρυβο απ’ τη μηχανή σου. Θα έχω για παρέα τη σιωπή μου για να μην κουραστώ να περιμένω. Μαζί της θα αναμασάω τα δικά μας λόγια, τα δικά μας «σ’ αγαπώ». Όχι δε μοιρολατρώ και δε βασανίζομαι. Για να βρω το θάρρος να φτάσω ως εκεί σημαίνει πως κατάφερα να μη σε φοβάμαι πια. Να μη με στοιχειώνει η παρουσία σου. Θέλω μόνο να σε δω.
Για ένα μόνο τρέμω, ένα με κρατάει ακόμη στο δισταγμό. Μην τυχόν και καταλάβεις την παρουσία μου. Μήπως γυρίσεις ξαφνικά κι αισθανθείς την ύπαρξή μου. Για σένα φοβάμαι, όχι για μένα. Δε θέλω να ταραχτείς, δε θέλω να γίνω ο λόγος που η μορφή σου θ’ αλλοιωθεί. Θέλω να σε αποτυπώσω όπως ακριβώς είσαι στην πιο ευτυχισμένη σου εκδοχή.
Να ζωγραφίσω στο μυαλό μου την ήρεμη μορφή σου, εκείνη που κατάφερνε πάντα να μου κάνει τα δύσκολα, εύκολα και να μου βρίσκει διέξοδο στο αδιέξοδο. Θέλω να δω και να κρατήσω εκείνη τη σπίθα απ’ το βλέμμα που θαυμάζει και μαγεύεται απ’ τα πιο ασήμαντα σημαντικά. Αυτό μόνο με κρατάει ακόμη εδώ.
Όμως εγώ τελικά ξέρω πως κάποτε θα έρθω, θα έρθω μόνο να σε δω…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη