Το τραπέζι στρωμένο με το φρεσκοσιδερωμένο κοφτό τραπεζομάντιλο, προικιό της γιαγιάς. Το σερβίτσιο τακτοποιημένο, να μοιάζει με παραταγμένα στρατιωτάκια πριν την έναρξη της μάχης. Μια κρυστάλλινη μποτίλια γεμάτη μπρούσκο κρασί, δίνει χρώμα στο λευκό φόντο, αγκαζέ με τα κατακόκκινα τριαντάφυλλα, λάφυρα απ’ το πρωινό πότισμα του πατέρα.
Σε λίγο το τοπίο γεμίζει παρουσίες κι οι φωνές γίνονται γλυκιά ζαλάδα κι όλα παίρνουν φως. Γέλια και γκρίνιες, συνοδεύουν τις εντολές της μάνας για τη θέση που ανήκει στον καθένα γύρω απ’ το τραπέζι. Στην κορυφή κάθονται πάντα τα πιο ρυτιδιασμένα και πολυδουλεμένα χέρια, εκείνα που οι «χαρακιές» μαρτυρούν, μόχθο, αγώνα και κόπο. Δίπλα του να του κρατάει το χέρι η εδώ κι εξήντα χρόνια συντροφιά του, αρωματισμένη να σκορπίζει εικόνες πάστρας και μοσχοσάπουνου αιχμαλωτίζοντας στον, πάντα, αριστοκρατικό της κότσο τη σοφία μιας ζωής.
Γύρω τους κάνουν κατάληψη στις θέσεις, παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα. Στο χώρο αιωρείται η μυρωδιά του ψητού κι όλων των υπόλοιπων καλομαγειρεμένων εδεσμάτων που μπερδεύονται με τη μουσική υπόκρουση ελαφρολαϊκών. Πειράγματα, τόνοι φωνής να σηκώνονται και να πέφτουν, μούτρα, αγκαλιές, συγκινήσεις, γέλια.
Σου θυμίζει κάτι όλο αυτό; Τι σκέφτεσαι τώρα; Οικογένεια νομίζω λέγεται; Ναι, αυτό είναι. Σκηνή από μικρές οικογενειακές στιγμές , ικανές να σε τρελαίνουν με τη βαβούρα τους όταν τις ζεις, μα απίστευτα ικανές και να σε ισοπεδώσουν συναισθηματικά λόγω της έλλειψής τους.
Μεγαλώνοντας, ξυπνάς σε διαφορετικά κρεβάτια. Βρεφικό, παιδικό, εφηβικό, φοιτητικό, εργένικο, «συγκατοίκησης». Ανοίγεις τα μάτια σου και το περιβάλλον σου δεν είναι ποτέ το ίδιο.
Έρχονται στιγμές που οι αναμνήσεις σου χτυπούν την πόρτα και γίνονται το ξυπνητήρι σου. Κυριακάτικα πρωινά που αναπολείς το κάποτε ή που το ονειρεύεσαι να το ζήσεις γιατί δεν το γεύτηκες ποτέ.
Ύπουλες οι μνήμες κι ανελέητες. Κι όσα κάποια στιγμή είπες πως βαριέσαι τώρα σε προκαλούν να τα αναζητήσεις. Να θες εκείνο το ξύπνημα της μάνας που βαρυγκωμούσες, να θες να ξανακουκουλωθείς κάτω απ’ το πάπλωμα για ένα τεταρτάκι ακόμη πριν πατήσεις το πόδι σου στο πάτωμα. Να ψάχνεις τον πατέρα σου να τσακωθείς για την ώρα που γύρισες, για το μέλλον σου για τα πολιτικά και τα αθλητικά. Να γουστάρεις να κοπανήσεις στα μούτρα κάποιου την πόρτα απ’ τα νεύρα σου και να σε γυρίσουν πίσω για να πάρεις ζακέτα κι ομπρέλα, μην τυχόν και γίνει ο κατακλυσμός του Νώε και δεν είσαι προετοιμασμένος.
Πόσο σου λείπουν; Πόσο ψάχνεις να τα βρεις ανάμεσα στα ξεχασμένα κουτιά από πίτσες και μπίρες, ή στο πλήρως τακτοποιημένο περιβάλλον σου που φεύγεις κι έρχεσαι και τίποτε δεν έχει αλλάξει θέση; Πόσο παλεύεις να το ξαναβιώσεις μέσα απ’ τη δική σου οικογένεια, εκείνη που εύχεσαι να μοιάζει σε όσα θυμάσαι ή σε όσα ονειρεύεσαι;
Ακόμη κι αν είσαι από εκείνους τους ορκισμένους εργένηδες λόγω επιλογής ή λόγω μοίρας, σίγουρα κάποια στιγμή η λέξη οικογένεια έρχεται εκεί που κάθεσαι στον καναπέ σου ήσυχα κι ωραία, σε σκουντάει ενοχλητικά και προσπαθεί να σου τραβήξει την προσοχή και να σε χαστουκίσει κάνοντας αισθητή την παρουσία της.
Κι ενώ προσπαθείς να την ξορκίσεις και να γυρίσεις το βλέμμα απ’ την άλλη, ξέρουμε κι οι δυο καλά πως δε σου είναι καθόλου εύκολο. Όταν βιώνουμε καταστάσεις δε γνωρίζουμε το τέλος τους. Άλλες από αυτές θέλουμε να τελειώσουν όσο πιο γρήγορα γίνεται, άλλες όσο το δυνατόν πιο αργά κι άλλες πάλι τις θεωρούμε δεδομένες και πιστεύουμε πως θα κρατήσουν για πάντα. Κάπως έτσι γίνεται και με τις οικογενειακές μας στιγμές, νομίζουμε πως θα είναι πάντοτε ίδιες, πως τα πρόσωπα θα βρίσκονται πάντοτε εκεί στις ίδιες θέσεις γύρω απ’ το τραπέζι, θα ακούμε τις ίδιες φωνές και θα βλέπουμε τις ίδιες εικόνες.
Η ανθρώπινη φύση μας. Τα δεδομένα δεν σκεφτόμαστε ποτέ πως μπορούν να γίνουν ζητούμενα απ’ τη μία στιγμή στην άλλη και τα απαξιώνουμε ή απλώς τα προσπερνάμε. Ξέρετε πόσο τυχεροί πρέπει να αισθάνεστε όσοι είχατε την τιμή, η ζωή να σας χαρίσει έστω και για λίγο μια Κυριακάτικη βόλτα γύρω από ένα οικογενειακό τραπέζι; Πόσοι άνθρωποι θα έδιναν και την ψυχή τους για να μπορούσαν να έχουν έστω και πέντε λεπτά απ’ το σκηνικό που δε χαίρει της εκτίμησής σας;
Αγαπήστε όσα έχετε και μην τα θεωρείτε αιώνια και παντοτινά. Αγκαλιάστε τους ανθρώπους σας, χαμογελάστε τους, μιλήστε τους, γιατί δε θα είναι πάντα εκεί, αφού τίποτε και κανείς δε μας ανήκει.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη