Η βροχή άρχισε να δυναμώνει κι εκείνη είχε πάντα την αίσθηση ότι την παρακολουθούν ακόμη και τώρα μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Παιχνίδια του μυαλού ή της μοίρας; Σύντομα θα μάθαινε. Γύριζε τις σελίδες κι οι αναμνήσεις ξεπηδούσαν κι έστηναν τρελό χορό μπροστά στα μάτια της…

«Το Πάσχα πέρασε κι εγώ επέστρεψα στο νησί κι άρχισα το διάβασμα για τις εξετάσεις. Δε σε ξαναείδα από κείνο το βράδυ. Δεν τόλμησα να ρωτήσω για σένα εφόσον γνώριζα πως δεν ήσουν διαθέσιμος…

…Το καλοκαίρι τελειώνει κι εγώ θα πρέπει ν’ αποχωριστώ την οικογένειά μου και να περάσω τον επόμενο χρόνο στην Αθήνα, στο σπίτι των θείων μου, ώστε να προετοιμαστώ καλύτερα για να εισαχθώ στο πανεπιστήμιο.  Ανυπομονώ, αγχώνομαι και μέσα σ’ όλα παρακαλάω να σε συναντήσω έστω τυχαία…

..Όλα είναι τόσο καινούρια για μένα. Ευτυχώς ο Γιώργος είναι κοντά μου κι αυτό μου δίνει δύναμη. Εξακολουθώ να σε σκέφτομαι…

…Απόψε νομίζω ότι θα τρελαθώ. Δε μπορώ να κλείσω μάτι. Ήρθες και μας βρήκες στο μπαράκι που συχνάζουμε. Σίγουρα ο Γιώργος έβαλε το χέρι του. Τώρα κατάλαβα τις περίεργες ερωτήσεις που μου έκανε εδώ και μέρες συνεχώς.

Ήρθες, ξαφνικά, πίσω μου και μου ψιθύρισες ακόμη μια φορά:

-Μια δεκάρα για τη σκέψη σου.

Γύρισα κι έψαξα με το βλέμμα μου για τη Μυρτώ. Χαμογέλασες, γιατί κατάλαβες.

-Δεν υπάρχει πλέον καμία, παρά μόνο εσύ. Θες;

-Όσο τίποτε, σου απάντησα και βούλιαξα στο βλέμμα σου και στην αγκαλιά σου…»

Μ΄ έψαξες, γιατί έτσι έμελε να γίνεται μ’ εμάς τους δυο. Να με ψάχνεις πάντα. Η Έλενα ξαναγέμισε το ποτήρι με το κρασί.

«…Μ΄ αγκαλιάζεις κι όλο μου το είναι καίγεται. Όμως  ξέρουμε πως δεν μπορούμε να κάνουμε όνειρα.  Οι εξετάσεις που θα καθορίσουν το μέλλον μας είναι μπροστά μας κι εμείς μπορούμε να ζούμε μόνο το τώρα….»

Όμορφες μέρες, γεμάτες έρωτα κι ανεμελιά.

«…Κάθε μέρα κοντά σου μοιάζει με βόλτα πάνω σε ουράνιο τόξο. Χρωματιστές οι στιγμές μας όλο ζωή. Δεν είμαι έτοιμη να σου δοθώ κι εσύ δε με πιέζεις. Με κοιτάς και νιώθω να με προσκυνάς. Είναι λίγες οι ώρες που μπορούμε να περνάμε μαζί μα είναι γεμάτες από εμάς…

…Βγήκαν τ’ αποτελέσματα. Εσύ Θεσσαλονίκη κι εγώ Αθήνα…»

Ένα επίμονο χτύπημα στο κουδούνι την τρόμαξε. Η κόρη της είχε κλειδιά. Άρα δεν ήταν ανάγκη ν’ ανοίξει, δεν περίμενε κάποιον.

Εκείνη τη στιγμή το σπίτι σείστηκε από μια βροντή κι αυτό τη γέμισε ενοχές. Για να έφτασε κάποιος μέχρι την πόρτα της με τέτοιο καιρό σίγουρα θα πρόκειται για κάτι επείγον.

Ένας άγνωστος άντρας φάνηκε από την οθόνη του θυροτηλεφώνου.

-Παρακαλώ;

-Ένα δέμα για την κυρία Έλενα Παπαδοπούλου.

Παρέλαβε το δέμα. Κανένα όνομα αποστολέα κι αυστηρές οδηγίες στο διανομέα να μην δώσει πληροφορίες. Με το δέμα στα χέρια κοιτάχτηκε στον καθρέφτη δίπλα στην πόρτα. Το σημάδι από την επέμβαση προεξείχε από το μακό μπλουζάκι της. Αν ζούσε ο Πέτρος θα την έστελνε στο κομμωτήριο για ολική επαναφορά. Μα εκείνος δεν υπάρχει πλέον και η παλιά ντίβα, μετά το χειρουργείο, κυκλοφορεί με φόρμες, μακό μπλουζάκια και μαλλί ακαθορίστου χρώματος, πιασμένο σε μια αλογοουρά. Μόνο δείγμα της ξεχασμένης ομορφιάς της, δυο πράσινα μάτια.

Επέστρεψε στη θέση της κι άνοιξε το παράξενο δέμα. Με χέρια να τρέμουν πήρε το γνώριμο φάκελο που βρισκόταν πάνω πάνω κι από μέσα ξεπρόβαλλε το γράμμα της, εκείνο το τελευταίο που είχε δώσει στο Μάνο. Από κάτω μια φωτογραφία δική τους, λίγο πριν το χωρισμό τους κι έπειτα μια φωτογραφία που είχε πάντα ο Πέτρος στο πορτοφόλι του. Εκείνη, η Σοφία στην αγκαλιά της έξι μηνών και δίπλα, ο Πέτρος. Δεν είναι δυνατόν. Δε μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Πιο κάτω ένα μικρό κουτάκι και μέσα του ένα κλειδί. Και στον πάτο μια κάρτα.

Ίσως να μάθαινε κάτι για τον αποστολέα. Όμως αυτό που διάβασε κάθε άλλο παρά βοηθητικό ήταν.

«Στο τέλος του απολογισμού σου φρόντισε να μάθουν την αλήθεια όσοι έμειναν φτωχοί σπαταλώντας κάθε τους δεκάρα για τις σκέψεις σου… Το κλειδί αυτό θα μάθεις τι ανοίγει όταν έρθει η ώρα.»

Ο Μάνος, σκέφτηκε.

Μα η φωτογραφία του Πέτρου; Πώς βρέθηκε στα χέρια του;

Άναψε τσιγάρο κι άρχισε να πηγαινοέρχεται. Για ποιον απολογισμό μιλούσε; Ποιος ήξερε ότι διαβάζει το ημερολόγιό της τώρα; Κι ήταν κι αυτή η παράξενη αίσθηση σήμερα…

Ίσως οι απαντήσεις να βρίσκονταν κάπου ανάμεσα στα γραμμένα της. Άρχισε πάλι να διαβάζει τις σελίδες, τη μία μετά την άλλη. Λόγια δικά της να περιγράφουν έναν έρωτα, εφηβικό, παθιασμένο, όνειρα, καρδιοχτύπια, ξενύχτια. Ώσπου έφτασε στη σελίδα που κατέγραφε την πρώτη της κρυμμένη αλήθεια.

«…Μόλις γύρισα από το ραντεβού με τους γονείς του Μάνου. Νιώθω μαστιγωμένη. Πώς γίνεται να είναι τόσο ψυχροί οι άνθρωποι και απόλυτοι στις απαιτήσεις τους; Μου ζήτησαν να χωρίσουμε. Ο Μάνος αρνήθηκε να παρακολουθήσει τη σχολή στη Θεσσαλονίκη. Τους είπε ότι θα ξαναπροσπαθούσε και θα περνούσε Αθήνα. Δεν ήθελε να φύγει. Θα έχανε μια ολόκληρη χρονιά μόνο και μόνο επειδή δεν ήθελε να μ’ αφήσει πίσω. Τους το δήλωσε. Όσο και να τον καθησύχαζα αρνιόταν τη σχέση εξ αποστάσεως. Κι εγώ πρέπει τώρα με κάποιο τρόπο να δώσω ένα τέλος για να μην καταστρέψει το μέλλον του εξαιτίας μου. Πώς μπορώ;

…Έφυγα για το νησί. Ο Γιώργος μου είπε πως με ψάχνεις. Δεν το πίστεψες πως έφυγα κι επέμενες να παίρνεις τηλέφωνο και να περνάς από το σπίτι. Του ζήτησες εξηγήσεις. Μα ο Γιώργος δεν ξέρει. Κανείς δεν ξέρει. Το υποσχέθηκα στους δικούς σου. Έπρεπε να με σιχαθείς. Να με δεις με τα ίδια σου τα μάτια για να μην έχεις καμία αμφιβολία. Μια καλοστημένη παράσταση κι όλα τέλειωσαν. Η Θεσσαλονίκη σε περίμενε κι εγώ δεν είχα θέση. Η ζωή μου ήταν εδώ στην Αθήνα και η σχολή μου επίσης. Καλύτερα να με μισούσες, θα ήταν πιο εύκολο για σένα…

…Έμαθα πως σήμερα έφυγες για Θεσσαλονίκη. Τελικά ίσως να είχαν δίκιο οι γονείς σου ότι επρόκειτο  για ένα επιπόλαιο φλερτ. Πολύ γρήγορα τα παράτησες κι αποφάσισες να με διαγράψεις. Η αγωνία σου και η αναζήτηση κράτησε μόνο δυο βδομάδες. Έπειτα σιωπή…»

Οι επόμενες σελίδες, γεμάτες από γεγονότα της σχολής και φοιτητικές αναμνήσεις, φλερτ, εκδρομές, εμπειρίες, τίποτε σημαντικό, ξεδίπλωναν το παρελθόν και τα συναισθήματά της ώσπου με τρεμάμενα χέρια έφτασε στην αρχή μιας άλλης ζωής.

«…Σε σκέφτομαι ακόμη μα πρέπει να προχωρήσω. Τα χείλη μου στέγνωσαν, η αγκαλιά μου πάγωσε και το σώμα μου σ’αναζητάει σε κάθε άγγιγμα. Μας πρόλαβαν οι καταστάσεις και το μαζί έγινε χώρια. Πέρασαν τέσσερα  χρόνια, έτσι απλά με τα πάνω και τα κάτω τους. Δεν ξαναβρεθήκαμε ούτε καν από σύμπτωση…»

Μια κενή σελίδα κι έπειτα γραμμένο ένα όνομα. «Πέτρος»

Συντάκτης: Μελίνα Αγγελάκη