Γνωρίζεις τον κύριο τέλειο. Το ιδανικό σου. Το πώς, δεν έχει σημασία. Ή μήπως έχει, απλώς το παραβλέπεις. Πέφτεις με τα μούτρα. Φοράς τα ροζ γυαλιά σου κι αφήνεις τις πολύχρωμες πεταλούδες να κάνουν κύκλους γύρω απ’ το κεφάλι σου και μέσα στο στομάχι σου. Τον ακούς και λιγώνεσαι, τον βλέπεις κι είσαι ένα βήμα πριν τη λιποθυμία. Είναι δυνατόν τέτοιο κελεπούρι να είναι ελεύθερο τόσο καιρό; Το προσπερνάς.
Ούτε καν σου πάει το μυαλό πως «κάποιο λάκκο έχει η φάβα», όπως λέει ο λαός μας. Σοφές παροιμίες, σοφές σκέψεις. Εσύ πετάς στον έβδομο ουρανό κι ούτε που κοιτάς προς τα κάτω. Δώστε μου μάτια να τον βλέπω, το αγόρι μου και ξερό ψωμί. Κάτι τέτοια λες και παίρνει θάρρος ο άλλος και σου λέει με παξιμάδι μια χαρά θα περνάμε. Και δε χρειάζεται να χαλάμε τα χρήματά μας για «πολυτέλειες».
Και φυσικά όλο αυτό δεν έχει να κάνει με την έλλειψη χρημάτων. Γιατί εκεί, πας πάσο, συνεισφέρεις, κατανοείς και στηρίζεις. Έχει να κάνει με κάτι καβούρια που κρύβει ο άλλος στις τσέπες του. Τα δικάσου, δικά σας και τα δικά του, αποκλειστικά και μόνο δικά του. Τον πρώτο καιρό δεν το παίρνεις χαμπάρι. Το βρίσκεις πολύ ρομαντικό να θέλει να βρίσκεστε τα δυο σας, κυρίως στο δικό σου χώρο, να τη βγάζετε με ταινίες και delivery, το οποίο όλως τυχαίως ποτέ δεν έχει ψιλά για να πληρώσει, ή μόλις χτυπήσει το κουδούνι, κλείνεται στην τουαλέτα.
Όπως ρομαντικές βρίσκεις και τις μικρές παρατηρήσεις που σου κάνει, του τύπου «σβήσε το φως, μωρό μου, να πλύνω τα πιάτα εγώ, δε χρειάζεσαι ρούχα εσύ με την κορμάρα σου, σε θέλω μόνο για μένα, άσε τις εξόδους» κι άλλα τέτοια πονηρά που ούτε σου περνάει απ’ το μυαλό η ερμηνεία τους.
Δε φαντάζεσαι καν ότι σου ζητάει να σβήσεις το φως, όχι από ρομαντισμό, αλλά από οικονομία στο ρεύμα, σου λέει να πλύνει τα πιάτα γιατί αφήνεις το νερό να τρέχει και χαλάς πολύ απορρυπαντικό, φοβάται μην τυχόν και χαλάσεις χρήματα για ψώνια και τις εξόδους τις αποφεύγει γιατί τα ποτά στοιχίζουν. Αλλά εσύ, είπαμε, είσαι τρελά ερωτευμένη με την αφεντιά του, που όσα καμπανάκια και να σου χτυπάνε, φοράς ωτοασπίδες.
Περνάει ο πρώτος καιρός και προτείνεις φαγητό με φίλους. Έρχεται ο λογαριασμός και φυσικά βγάζει το αντίτιμο μόνο του δικού του πιάτου και σκύβει ναζιάρικα στο αυτί σου και σου λέει βάλε τα υπόλοιπα κοριτσάκι μου και θα τα βρούμε στο σπίτι μας. Ψιλοστραβώνεις, αλλά τι να κάνεις μπροστά στους άλλους. Το καταπίνεις και πίνεις και σόδα να χωνέψεις. Φυσικά αυτό το «θα τα βρούμε» γίνεται όλο και πιο συχνά τον τελευταίο καιρό, πράγμα που αρχίζει επιτέλους να σε κατεβάζει απ’ τα σύννεφα.
Μέσα από συζητήσεις ξέρεις πολύ καλά την οικονομική του κατάσταση και γνωρίζεις ότι δεν υπάρχει κανένα ζήτημα, ίσα-ίσα το αντίθετο συμβαίνει. Αρχίζεις να τσεκάρεις για να δεις αν οι υποψίες σου είναι βάσιμες. Του ζητάς να περάσει απ’ το σούπερ-μάρκετ πριν έρθει σπίτι σου να σου φέρει κάτι πράγματα γιατί δε θα προλάβεις λόγω δουλειάς. Χωρίς δεύτερη σκέψη σου λέει ότι σήμερα θ’ αργήσει κι εκείνος, οπότε καλύτερα να τα πείτε την επομένη.
Την άλλη μέρα εξακολουθείς να μην έχεις πάει σούπερ-μάρκετ. Έρχεται σπίτι σου κι ανοίγει το ψυγείο. Το οποίο έχεις επίτηδες αφήσει τόσο άδειο ώστε κι η αναπνοή σου κάνει αντίλαλο. Γουρλώνει τα μάτια απ’ την έκπληξη, γιατί φυσικά όλο τον καιρό είχε βρει το κορόιδο που έτρεχε να γεμίσει τα καροτσάκια με καλούδια μην τυχόν και του λείψει κάτι. Μια τσίχλα δεν έχει φέρει τόσο καιρό. Σε ρωτάει τι θα φάτε και του λες να παραγγείλει. Η παραγγελία φτάνει και του ζητάς να πληρώσει με ύφος γατούλας κι ότι θα τα βρείτε γιατί ξέχασες να περάσεις απ’ την τράπεζα. Τι του έκανες του παιδιού, μέγαιρα; Έχει ανεβάσει πίεση και πυρετό ταυτόχρονα. Είναι έτοιμος να κλάψει την ώρα που αποχωρίζεται τα χρήματά του. Όση ώρα εσύ απολαμβάνεις το φαγητό σου, εκείνος μασάει και δεν καταπίνει. Υποφέρει.
Τώρα που ξενέρωσες θα φτάσεις το μαχαίρι στο κόκκαλο. Τον πληροφορείς ότι έκλεισες το σαββατοκύριακο ένα καταπληκτικό ξενοδοχείο για τους δυο σας. Δεν έχεις προλάβει να τελειώσεις την κουβέντα σου και σε ρωτάει πόσο θα πληρώσετε. Αντί να του απαντήσεις του το δείχνεις στο ίντερνετ. Χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία στο δωμάτιο περνάει κατευθείαν στις τιμές. Φλερτάρει με το εγκεφαλικό, αλλά εσύ εκεί ακάθεκτη, αμείλικτη. Του λες ότι πήρες την πρωτοβουλία γιατί καιρό λέτε να πάτε κάπου να ξεκουραστείτε απλώς το θέμα είναι ότι θα βάλεις το αυτοκίνητό σου στο συνεργείο, οπότε θα πρέπει να πάτε με το δικό του.
Αυτό ήταν. Αρχίζει να ξεσπαθώνει. Σε βάζει κάτω και ξεκινάει να σου λέει για την κρίση του κράτους, για την ανεργία, για την πείνα, για τη σπατάλη, για ό,τι άλλο μπορεί να σου προκαλέσει ενοχές και να σε κάνει ν’ αλλάξεις γνώμη. Μετά σου λέει ότι η βενζίνη έχει φτάσει στα ύψη κι ότι τσάμπα θα πάτε να πληρώσετε, αφού και στο σπίτι μόνοι θα είστε και θα ξεκουραστείτε περισσότερο. Τον βλέπεις ότι είναι έτοιμος να καταρρεύσει κι ότι το βλέμμα του εκλιπαρεί για λίγο έλεός σου. Όμως, τέλος ως εδώ ήταν. Ανοίγεις το στόμα σου για τελευταία φορά πριν του δείξεις τον έξοδο.
Τον ενημερώνεις πως είναι μεγάλος καρμίρης. Όχι απλώς τσιγκούνης, αλλά καρμίρης. Άλλο να λες δεν έχω κι άλλο να έχεις, αλλά να λυπάσαι να τα χαλάσεις, γιατί είσαι ερωτευμένος με το χρήμα. Υπάρχουν ζευγάρια που μοιράζονται το σάντουιτς στα δύο και τρώνε παγωτό στο παγκάκι κι αισθάνονται οι πλουσιότεροι άνθρωποι στον κόσμο. Γιατί σχέση θα πει μοιράζομαι, έχω τη διάθεση κι ας μην έχω τα υλικά αγαθά. Αλλά θέλω να προσφέρω στον άνθρωπό μου το καλύτερο που δύναμαι.
Ο κουβαρντάς δεν είναι σπάταλος, είναι άνθρωπος που ξέρει πως μαζί του δεν τα πήρε κανείς και πως η μαγεία της ζωής κρύβεται στην προσφορά και στην καλή διάθεση. Μετράς τα χρήματα, μετράς τα σ’ αγαπώ, μετράς τα λεπτά και πεθαίνεις μετρώντας. Χάσε και λίγο το λογαριασμό. Δεν είναι όλα νούμερα κι αριθμοί, ούτε η σχέση είναι κομμάτι του προϋπολογισμού σου.
Τελειώνεις και του δίνεις ένα πακέτο, λέγοντάς του πως είναι το αποχαιρετιστήριο δώρο σου. Το ανοίγει και παίρνει στα χέρια του ένα ωραιότατο κομπιουτεράκι και μια κάρτα που του έχεις γράψει μια φράση. «Ελπίζω να ζεσταίνει τα βράδια, δεν παίρνει μπαταρία είναι το πιο οικονομικό, καληνύχτα». Έχεις ήδη ανοίξει την πόρτα και του δείχνεις την έξοδο.
Επιμέλεια Κειμένου Μελίνας Αγγελάκη: Πωλίνα Πανέρη