Καμιά φορά μοιάζουμε με κάποιον που περιμένει στη στάση του λεωφορείου για ώρες, για μέρες, για μήνες κι ενώ το μόνο που έχει να κάνει είναι να σηκωθεί επάνω και να σταματήσει κάποιο για να καταφέρει να φτάσει στον προορισμό του, δεν κάνει καμία απολύτως κίνηση.

Σιγά-σιγά τα πόδια μουδιάζουν, έπειτα ολόκληρο το σώμα, στην πορεία, έρχεται η εξάντληση, η πείνα, η δίψα. Εκτός του ότι ποτέ δε θα φτάσει εκεί που επιθυμεί, πριν παραιτηθεί απ’ τη ζωή θα έχει ήδη εκφυλιστεί τελείως. Άραγε το δικό του «αν» θα μπορούσε να απαντηθεί απ’ τη διαφορετική επιλογή του;

Στην απραξία μας όλα διογκώνονται. Αντί να βάλουμε τον αέρα μέσα μας και να γεμίσουμε τα πνευμόνια μας με ζωή, τον θυσιάζουμε για να φουσκώσουμε εκείνο το κατακόκκινο μπαλόνι, εκείνο που βαφτίσαμε, τέλμα και το προσκυνάμε κάθε μέρα. Όλοι μας γνωρίζουμε τις λύσεις μα δεν τις δίνουμε είτε γιατί μας λείπει η τόλμη και το κουράγιο, είτε γιατί περιμένουμε κάποιον άλλο να το κάνει για μας. Κι έτσι το λεωφορείο φεύγει κι έτσι το χάνουμε κι έτσι εγκλωβιζόμαστε και καθηλωνόμαστε πάντα στο ίδιο παγκάκι, πάντα με τις ίδιες σκέψεις και με την ίδια αναβλητικότητα να μας διακατέχει απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια.

Παραπονιόμαστε για όσα μας λείπουν, για όσα ποθούμε ν’ αποκτήσουμε, για όσα χάσαμε, για όσα δε βρίσκουμε. Παραπονιόμαστε που δεν αλλάζει το σκηνικό για μας. Μουρμουράμε, γκρινιάζουμε και γινόμαστε οι ίδιοι αρπαχτικά και τρώμε την ίδια μας τη σάρκα.

Μας παράτησαν, μας απέρριψαν, μας απάτησαν, μας χώρισαν, μας απολύσανε, μας βάλανε σε καζάνι που βράζει και κοχλάζει τόσο δυνατά που κι απέξω να μείνουμε πάλι θα καούμε. Εστιάζουμε στο τι μας έκαναν και τι πάθαμε και ξεχνάμε πόσο πολλά πράγματα είναι στο χέρι μας ν’ αλλάξουν. Καμιά επανάσταση δεν έγινε σε στάση οκλαδόν.

Τι κάναμε εμείς για πάρτη μας; Μας κοιτάξαμε με θαυμασμό; Μας αγαπήσαμε αρκετά; Μας προσέξαμε; Μας στηρίξαμε; Μας πλασάραμε σωστά; Ποιος είπε πως θρηνώντας γυρίζει ο χρόνος πίσω ή αλλάζουν τα δεδομένα. Η ομορφιά υπάρχει παντού. Ακόμη και κάτω απ’ τα λερωμένα και τα μουτζουρωμένα.

Κανείς δε θα μας κρατήσει το χέρι αν δεν το απλώσουμε. Και δε χρειάζεται να το απλώνουμε για επαιτεία συναισθημάτων κι ευκαιριών. Το απλώνουμε για να δηλώσουμε το παρόν, για να κάνουμε την παρουσία μας αισθητή ενεργοποιώντας όσα υπάρχουν μέσα μας κι είναι μοναδικά.

Στρουθοκαμηλίζοντας σ’ έναν κόσμο που προσπερνάει τόσο γρήγορα τους πάντες και τα πάντα, δεν καταλήγουμε πουθενά. Δε φτάνουμε πουθενά. Παραμένουμε πιο στάσιμοι απ’ τη στάση που περιμένουμε, πιο τσιμεντωμένοι από το παγκάκι που μας αφήνει να κάτσουμε επάνω του τόσο καιρό.

Υπάρχουν άνθρωποι καθηλωμένοι σ’ ένα κρεβάτι ή σ’ ένα αναπηρικό καροτσάκι, όχι από επιλογή, αλλά γιατί έτσι συνέβη. Αν λοιπόν, νομίζουμε πως το να επιλέξουμε να καθηλωθούμε κάπου μόνο και μόνο γιατί δεν εισπράξαμε απ’ τη ζωή, απ’ τον έρωτα, απ’ τους ανθρώπους, τ’ αναμενόμενα, ας σκεφτούμε εκείνους που δεν το επέλεξαν μα το βιώνουν κι ας «πιάσουμε τον ταύρο απ’ τα κέρατα».

Κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις και κάθε διαδρομή έχει αρχή και τέλος. Στο δικό μας χέρι είναι πόσα θα αφήσουμε στην τύχη και πόσα θα κερδίσουμε διεκδικώντας τα. Αν κάτι δε μας αρέσει, δεν αλλάζει από μόνο του. Αν δεν κουνήσεις χέρια και πόδια για να μάθεις να κολυμπάς, θα πνιγείς και δε θα έχεις ποτέ τη δυνατότητα να χαρείς όσα συναισθήματα σου προσφέρει η αγκαλιά του νερού. Κάπως έτσι πάει και με τη ζωή.

Δε γίνεται να λέμε πως δε μας αρέσει ο εαυτός μας, η ζωή μας, η συμπεριφορά των άλλων απέναντί μας κι εμείς να μην κάνουμε τίποτε άλλο πέρα απ’ το αναμασάμε κάθε μέρα τα στραβά και τ’ ανάποδα, κρατώντας ένα μεγεθυντικό φακό φτιαγμένο απ’ τη θλίψη και την ακινησία μας.

Αν μείνεις ακίνητος στο κρύο θα παγώσεις, αν μείνεις στάσιμος στη μέση του δρόμου θα σε πατήσουν τ’ αυτοκίνητα, αν μείνεις απαθής στην εξέλιξη θα ξεχάσεις και θα ξεχαστείς. Το μόνο που μας μένει είναι να κάνουμε τον υποθετικό λόγο, προστακτική, ξεκινώντας απ’ τα πιο μικρά και σημαντικά.

Μια καλημέρα, ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, μια βόλτα με τα πόδια, ένα αγαπημένο τραγούδι, ένα σ’αγαπώ. Ακόμη κι αν δεν υπάρχει δίπλα μας άνθρωπος να τα μοιραστούμε όλα αυτά, σίγουρα υπάρχει ο εαυτός μας, που μας περιμένει πάντα για να κάνουμε το μπαλόνι μας αερόστατο και ν΄ανέβουμε όσο γίνεται πιο ψηλά.

 

Συντάκτης: Μελίνα Αγγελάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη