Ρωτάς να σου πω πώς θα καταλάβεις την αγάπη; Νομίζω πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Βλέπεις η αγάπη δεν έχει συστατικά και στοιχεία που να είναι γνώριμα κι αντιληπτά σε όλους το ίδιο. Την αγάπη την καταλαβαίνεις όταν «γεράσει».
Είναι σαν εκείνα τα παλιά κειμήλια που βρίσκει κανείς κρυμμένα σε αγορές στο Μοναστηράκι, εκείνα τα πολύτιμα που έχουν να μαρτυρήσουν ιστορίες και μυστικά. Τα βλέπεις να μένουν εκεί, σκονισμένα, λίγο φθαρμένα και ταλαιπωρημένα μα είναι πάντοτε δείγμα αίγλης κι ανεκτίμητης αξίας.
Κάπως έτσι νομίζω είναι η αγάπη. Τη βρίσκεις μπλεγμένη στα ροζιασμένα χέρια και μπερδεμένη στα άσπρα μαλλιά κι ας είναι πάντα γέννημα νιότης. Έρχεται και πλημμυρίζει τις καρδιές μ’ ένα βαρύγδουπο «άρα». Γιατί η αγάπη τελικά είναι συμπέρασμα. Το συμπέρασμα που προκύπτει από ένα μαζί που δεν ξεκολλάει εύκολα κι απροβλημάτιστα.
Δεν έχει άρωμα, δεν έχει χρώμα, έχει όμως πρόσωπο που κάθε φορά δεν είναι ίδιο. Εσύ του δίνεις μορφή μέσα από το βλέμμα σου, από εσένα παίρνει σάρκα κι οστά. Μπορεί και να μην την καταλάβεις στην αρχή της, μα σίγουρα θα τη νιώσεις στην ωρίμανσή της. Μα κι αν δεν είσαι σίγουρος για την ύπαρξή της, μη φοβηθείς ο χρόνος είναι σύμμαχός της. Της κρατάει το χέρι και τη φροντίζει, τη σέβεται και την εκτιμάει κι αν δει πως εσύ δεν είσαι έτοιμος να της φερθείς ανάλογα τότε την οδηγεί αλλού.
Σ’ εκείνο το αλλού που θα την κάνει να νιώσει ασφαλής και δε θα φοβάται τι θα συμβεί στο επόμενο ξημέρωμα. Την αγάπη δεν ξέρω να σου πω πώς θα την αναγνωρίσεις μα υπάρχουν μέρη να τη δεις να ξεφυτρώνει. Είναι σ’ εκείνο το κοινό ποτήρι και το κοινό σερβίτσιο που μοιράζονται δυο άνθρωποι, είναι στις φράσεις που αλληλοσυμπληρώνονται χωρίς κόπο και χωρίς πολλή σκέψη. Είναι σ’ εκείνο το χάδι που γίνεται εδώ και χρόνια την ίδια ώρα στο ίδιο σημείο κι ενώ όταν γίνεται δεν το καταλαβαίνεις, μόλις σου λείψει το αναζητάς.
Θα την καταλάβεις την αγάπη ακόμη κι αν δεν την έχεις πότε πριν συναντήσει. Είναι εκείνο το μωρό που φώλιασε στην αγκαλιά για να προστατευτεί από όλα τα δεινά και να μάθει να περπατάει, κάπως έτσι θα εμφανιστεί. Μόνο που δε θα είναι πια μωρό, θα έχει εκείνη την ίδια αγνότητά του μα θα είναι σοφότερο και πιο δυνατό για να τα βάλει με όποιον πάει να το πολεμήσει.
Θα την ακούσεις στις χιλιοειπωμένες φράσεις, αυτές που μαρτυρούν τριβή μα όχι φθορά, συνήθεια μα όχι ρουτίνα, κόπο μα όχι κούραση. Θα τη δεις να ανθίζει στο «μπόλιασμα» δύο ανθρώπων που κατάφεραν να κάνουν πραγματικότητα τη φράση «έσονται δύο εις σάρκαν μία». Θα τη διαβάσεις σ’ ένα κιτρινισμένο γράμμα που φυλάει ακόμη εκείνη στο συρτάρι της και στην πρώτη τους φωτογραφία μέσα στο πορτοφόλι του. Εκείνη θα στο διαβάζει και θα δακρύζει κι εκείνος θα στη δείχνει και θα υπερηφανεύεται πως διάλεξε το καλύτερο ταίρι για να περάσει τη ζωή του.
Η αγάπη πονάει όσο μεγαλώνει αν δε βρει μέρος να τρυπώσει και να ζεσταθεί, γι’ αυτό ποτέ να μην την αναζητήσεις σε μέρη ψυχρά κι αδιάφορα. Εκεί δεν έχει θέση, ούτε και ζωή. Θα πάει όπου ξέρει πως θα σεβαστούν τα χρόνια της, την πείρα της και τα βιώματά της. Εκεί που θα εκτιμήσουν την αξία της και τη δύναμή της. Εκεί που θα αγκαλιάσουν την όποια κούρασή της και θα την επιβραβεύσουν για όσα πολλά έχει καταφέρει ως τώρα.
Όμως πρόσεχε μην μπερδευτείς. Μην τύχει και πάρεις τον έρωτα για αγάπη. Εκείνος να ξέρεις είναι πυρωμένο σίδερο που σε φωτίζει και σε στιγματίζει την ίδια ώρα, είναι τεντωμένο σκοινί που καλείσαι να ισορροπήσεις την τρέλα με τη λογική. Κι είναι νέος, φρέσκος και γεμάτος ενθουσιασμό. Ζήσε τον κι έπειτα δες αν καταφέρει να ζευγαρώσει με την αγάπη για να γεράσουν μαζί ή απλώς θα μείνει για να σου κρατήσει συντροφιά.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη