Αν δε σου πω πως σ’ αγαπάω πριν κλείσω τα μάτια μου, νιώθω πως έφυγε μια μέρα απ’ τη ζωή μου χωρίς να τη σφραγίσω. Πέρασε καιρός για να το παραδεχτώ, μα έτσι είναι. Τι να το κάνω να νιώθω και να μην το ομολογώ. Ποιος ο λόγος να γεννιέται το συναίσθημα αν εκούσια του απαγορεύω να φτάσει σε σένα που το ενέπνευσες.
Δε θέλω να αφήνω τον εγωισμό μου να προκαλεί αναβολές κι εμπόδια ανάμεσά μας. Δε θέλω το όποιο δικό μου ή δικό σου κακό προηγούμενο να γίνει ανασταλτικός παράγοντας στο να σου εκφράσω όσα τόσο αβίαστα μου προκάλεσες.
Είναι δύσκολο να χαλιναγωγήσω πλέον τα λόγια και τις πράξεις μου και να τα μαντρώσω μέσα στα όρια της λογικής. Αν η αγάπη κι ο έρωτας δεν έχουν πινελιά παράλογου, μοιάζει με το ραδιόφωνο που του χαμηλώνεις τον ήχο για να μην ενοχληθούν οι γείτονες, ενώ εσύ θες να το βάλεις στο τέρμα και να χορεύεις όπως οι Ινδιάνοι γύρω απ’ τη φωτιά.
Αν νιώθεις το ίδιο με μένα, το «σ’ αγαπώ» μου δε θα σε τρομοκρατήσει, απεναντίας θα σου απλώσει το χέρι και θα σε τραβήξει ακόμη πιο κοντά μου. Κι όχι, δεν έχω καμιά απαίτηση και καμία προσδοκία να ακούσω από σένα εκείνο το «κι εγώ». Δεν είναι αυτός ο σκοπός μου, πίστεψέ με. Άλλωστε, όταν κάτι λέγεται αυθόρμητα και χωρίς να το αναλύεις με πώς και γιατί, τότε κρύβει μόνο αλήθεια κι όχι απαίτηση ανταπόκρισης.
Σ’ αυτό το στάδιο είμαι. Νιώθω να θέλω να σου δηλώσω το αυτονόητο ακόμη και τις ώρες που δε θέλω να σε βλέπω στα μάτια μου, ακόμη κι όταν τίποτε δε λειτουργεί όπως θα έπρεπε, ακόμη κι όταν τα νεύρα μου έχουν φτάσει στο τέρμα. Γιατί αυτό δεν αλλάζει, δεν αλλοιώνεται και δε μετακομίζει κάθε φορά που χαλιόμαστε και γυρίζουμε πεισματικά την πλάτη ο ένας στον άλλον.
Να σου φωνάξω «σ’ αγαπάω, ρε βλάκα, τι δεν καταλαβαίνεις;» και μετά να σου κρατήσω πάλι μούτρα. Δε γουστάρω να περάσει ούτε μία μέρα χωρίς να σου πω αυτό που αισθάνομαι γιατί δεν ξέρω ούτε εγώ ούτε κανείς τι θα συμβεί αύριο. Δε γουστάρω να βγάλω το καλό σερβίτσιο μόνο όταν έχουμε γιορτή. Θέλω να σε βάζω να τρως σ’ αυτό ακόμη και τις μέρες που θα ήθελα να στο πετάξω στο κεφάλι.
Θέλω στην καλημέρα μου να μην έχω αφήσει ανείπωτα ανάμεσά μας. Να σε κοιτάζω όπως κοιμάσαι και να σ’αγαπάω σε κάθε ανεβοκατέβασμα του στήθους σου. Γιατί ακόμη κι όταν σε μισώ, εγώ μπορώ να αγαπάω το ότι ζεις κι υπάρχεις δίπλα μου. Ίσως γι’ αυτό να θέλω να σου αφήνω αυτή τη λέξη στα χείλη σου κάθε βράδυ. Όσο στη χαρίζω δίνω ζωή σε μένα, γιατί δε θάβω τα συναισθήματά μου, δεν τα σκοτώνω, δεν τα ακυρώνω, δεν τα προσπερνάω. Μ’αυτή την τόσο δα μικρή φράση συνυπογράφω το δικό μας «μαζί» και κάνω την αρχή για να γραφτεί η επόμενη σελίδα στην ιστορία μας.
Τούτα τα λόγια θα τα βρεις το πρωί σαν ανοίξεις τα μάτια σου. Με βρήκε το ξημέρωμα να τα γράφω γιατί είχα ανάγκη να υποσχεθώ στον ίδιο μου τον εαυτό κι όχι σε σένα, πως δε μου επιτρέπω να κλειδώνω το «σ’αγαπώ» μου ούτε μια μέρα πλέον όσο το αισθάνομαι. Και στο λέω τώρα που τίποτε δεν είναι ρόδινο και τίποτε δε μαρτυράει ζεστασιά και τρυφερότητα. Στο λέω τώρα που δε θέλω να μείνει άλλη μέρα άχρωμη, άγευστη και μισή, γιατί όσα κι αν μας συμβούν, δε θέλω τίποτε και κανείς να γίνει ανώτερο από αυτό που αισθάνομαι για σένα.
Δανείζομαι λοιπόν το στίχο από ένα τραγούδι και στο αφήνω παρακαταθήκη για όλο το υπόλοιπό μας: «Καληνύχτα, σε λατρεύω, αύριο πάλι…»
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη