Πέρασε ο καιρός κι εγώ καθισμένη στη βεράντα μου, είπα απόψε να τα πω με τη σιωπή μου και να ξεκαθαρίσω όσα μαζί σου ποτέ δε θα μπορέσω. Δεν έχει να κάνει με δύναμη ή αδυναμία, μάλλον έτσι τα έφερε η ζωή.
Το νόημα από τούτο το πρόσφατο παρελθόν μας, ίσως να το γυρεύω για πολύ καιρό ακόμη. Και μαζί μ’ αυτό η αναζήτησή μου θα επεκτείνεται πού και πού σε όσα γεννήθηκαν μέσα μου, εξαιτίας σου. Με κλόνισες και με συγκλόνισες. Κάθε δεδομένο μου έπαψε να βρίσκεται στην ίδια θέση.
Με αμφισβήτησα, με φυλάκισα και με τρομοκράτησα. Κι όλα αυτά έγιναν χωρίς να μου ζητηθούν, ευθέως, από σένα. Κι όλα τα έκανα γιατί πίστεψα πως για να μείνω εκεί κοντά σου, δίπλα σου, στη ζωή σου, όφειλα να μεταλλαχτώ σε κάποια άλλη εκδοχή του εαυτού μου.
Δε σε κακίζω, μήτε σε κατηγορώ για την οικειοθελή αλλαγή μου. Ποιος να τα βάλει με τον έρωτα; Άγριο θηρίο έγινα να ξεσκίσω πρώτα τον εαυτό μου κι έπειτα όποιον μου φώναζε σπαραχτικά να μην το επιτρέψω να συμβεί. Ξέχασα την ταυτότητά μου σε κάποιο συρτάρι μαζί με τα αναμνηστικά που κρατάω απ’ τη ζωή μου κι ήταν τόσα όσα αισθάνθηκα για σένα, που κλείδωσα το συρτάρι και το κλειδί του στο χάρισα.
Έγινα ολόκληρη μόνο καρδιά και στη λογική γύρισα την πλάτη γιατί μου φάνηκε εχθρική, μακρινή κι άνιωθη. Κάπως έτσι μου φαίνονταν όλοι όσοι υπήρχαν γύρω μου. Ακόμη κι ο ίδιος μου ο εαυτός. Τον κατέταξα στους εχθρούς μου, στους εχθρούς μας.
Τα λεπτά κυλούν, το κρασί μου τελειώνει κι η σιωπή στέκεται αμείλικτη απέναντί μου να ακούει την κατάθεσή μου και να ετοιμάζει την ετυμηγορία. Μόνος μάρτυρας υπεράσπισής μου ο έρωτας. Μα τι να σου κάνει κι αυτός όταν μπροστά του ορθώνεται η παντελής απουσία σου κι όταν τα πεπραγμένα αποκαλύπτουν την πραγματικότητα;
Με ξέχασα, το παραδέχομαι. Να σε νιώθω ήθελα μόνο, να μοιράζομαι κοντά σου στιγμές που για μένα μετρούσαν αιώνες, να δοκιμάζω τη λάβα σου να με καίει κι ας μου άφηνες σημάδια παντού. Κι αρρώστησα, θαρρώ.
Το δικαίωμα της άνευ όρων παράδοσης, στο παραχώρησα μαζί με τις άμυνές μου. Δε με τρόμαζες, βλέπεις. Εγώ με τρόμαζα όταν έμενα μακριά σου, γιατί δεν είχα πλέον σύμμαχο ούτε καν τον εαυτό μου. Να υπάρχεις ήθελα, να μείνεις ήθελα, να φτιάξουμε εκείνο το περιβόητο μαζί» ήθελα.
Αλλά να, είδες πως η αλήθεια πάει πάντα μπροστά; Σε όλα τα όνειρά μου πνιγόταν το πρώτο πληθυντικό κι επιβίωνε μόνο το πρώτο ενικό. Άλλαξα για να σου γίνω αρεστή και φάνηκα αποκρουστική στον εαυτό μου, ώσπου μ’ εγκατέλειψε στο έλεός μου. Κι έμεινα μονάδα στο άπειρο των επιθυμιών σου να μην ξέρω από πού να ξεκινήσω τη διαδρομή.
Χάθηκα για να σε βρω κι όταν σε συνάντησα έχοντας γίνει όσα μου ζητούσες, εσύ έκανες πως δε μ’ αναγνώρισες καν. Κι ήταν τόσο δύσκολο να καταλάβω τότε. Μπλέχτηκα σε σκιές και φαντάσματα αναζητώντας τον εαυτό μου. Ώσπου βρήκα εκεί σε μια γωνιά, ανάμεσα σε πατημασιές και σκόνες, το κλειδί μου. Εκείνο που σου χαρίστηκε και ποτέ δεν εκτιμήθηκε.
Το κράτησα με τρεμάμενα χέρια, το τοποθέτησα στην κλειδαριά, άνοιξα το συρτάρι που κρυβόμουν κι ένιωσα να ζεσταίνομαι και πάλι. Μπήκε η λογική κι αγκάλιασε την καρδιά μου κι άρχισε το αίμα να ρέει στις φλέβες μου δίνοντάς μου τη ζωή που νόμιζα πως είχα χάσει.
Η κλεψύδρα της συζήτησης μένει ακίνητη κι εγώ δεν τολμώ να την αναποδογυρίσω. Δε θέλω ν’ αφιερώσω άλλο χρόνο σε τούτη την εξομολόγηση. Αισθάνομαι λίγο την παγωνιά κι η ρίγη μου υπενθυμίζει πως οι αισθήσεις μου έχουν πλέον επιστρέψει. Πετάω με φόρα την κλεψύδρα στο πάτωμα κι αφήνω τα θρύψαλα και την άμμο να ξυπνήσουν τη σιωπή μου.
Δε θέλω να την ακούσω να βγάλει καμία απόφαση για το ποιος έφταιξε σ’ όλο αυτό. Δε θέλω να ξέρω, δεν έχω την ανάγκη να μάθω. Το αποτέλεσμα της δίκης θα το μαζέψω και θα το πετάξω στα σκουπίδια μαζί με τα απομεινάρια της διαλυμένης κλεψύδρας και θα συνεχίσω να ζω.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη