Να πάρουμε το πρόσωπο που έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή μας απ΄το χέρι και να φύγουμε κάπου μακριά. Να χαθούμε με το αυτοκίνητο σε δρόμους για ώρες ολόκληρες, χωρίς να μας νοιάζει ο προορισμός. Όσο θα έχουμε καφέ, τσιγάρα και μουσική θα είμαστε κομπλέ. Να σταματάμε μόνο εκεί που υπάρχει η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος ή της αλμύρας. Και να μην ακούγεται τίποτα άλλο, πέρα απ΄τις φωνές μας και τα τραγούδια των Αrchive που θα παίζουν στο background.
Ήρθε η ώρα να πάρουμε σβάρνα τις ερημιές. Εκεί που ξαποσταίνει η ψυχή και τα μάτια βλέπουν πιο καθαρά. Το έχουμε ανάγκη, δεν το βλέπετε; Έχουμε ανάγκη τον αυθορμητισμό και την ανεμελιά ενός μικρού παιδιού. Που δε φοβάται την έκθεση και που δε σταματά ποτέ να τρέχει, από φόβο μήπως πέσει και χτυπήσει.
Έτσι ακριβώς επιβάλλεται να μιλήσουμε στον άνθρωπό μας. Ασταμάτητα κι αυθόρμητα. Να τσαλακωθούμε. Να πούμε για ό,τι μας φθείρει, μας τρομάζει και μας κάνει ευάλωτους. Για όλες εκείνες τις προσδοκίες που είχαμε από προηγούμενες δήθεν αγάπες και στην τελική πήραμε απ΄τα τρία το μακρύτερο. Για αποφάσεις που πάρθηκαν μέσα σε μια νύχτα. Στην ψύχρα. Χωρίς ιδιαίτερες περιστροφές και συναισθηματισμούς. Για απολογισμούς σχέσεων που θάψαμε εντέχνως βαθιά μέσα μας και για όσα δεν αντέχουμε να ξαναπεράσουμε.
Να έρθει μια έκρηξη ειλικρίνειας, να ταρακουνήσει συθέμελα τον πιο απόκρυφο και σκοτεινό εαυτό μας, βγάζοντάς τον στην επιφάνεια. Να βρούμε το θάρρος να αναβιώσουμε όλα εκείνα τα εγωιστικά «αντίο» που ξεστομίσαμε κι ύστερα μετανιώσαμε. Να αναφερθούμε στις στιγμές που δειλιάσαμε παραδίδοντας τα όπλα στην πρώτη δυσκολία. Στις στιγμές που στερήσαμε τη «συγγνώμη» μας από ανθρώπους που πληγώσαμε. Στις φορές που δε σταθήκαμε αντάξιοι των περιστάσεων. Που φωνάξαμε, βρίσαμε, παραφερθήκαμε και εξευτελιστήκαμε στα μάτια των δικών μας ανθρώπων, μα ακόμη περισσότερο στα δικά μας.
Και μετά απ’ όλη αυτή τη φλυαρία να μουδιάζει το μυαλό μας απ΄ την ένταση της σιωπής καθώς στεκόμαστε «γυμνοί» ο ένας απέναντι στον άλλο, γεμάτοι γδαρσίματα και πληγές. Και στο αποκορύφωμά της, καθώς κοιταζόμαστε να θέλει να αποδράσει η ψυχή μας απ΄τα μάτια και να κατοικεί για λίγο ο ένας μέσα στον άλλο. Μετά να πλέκονται τα χέρια μας και κάπως έτσι να μπερδεύονται και τα όνειρα μας.
Κι ύστερα να γεμίζει σπίθες ολόκληρο το σύμπαν εξαιτίας της τριβής τους και να φωτίζεται ένας ιδανικά πλασμένος κόσμος για εμάς. Εκείνος που μπορεί ν’ αντέξει το βάρος των «θέλω» μας που επαναστατούν, έναντι των συμβιβασμών που κάναμε στο παρελθόν. Που να μας χωράει και τους δυο, χωρίς να στριμωχνόμαστε σε κάποια άκρη του και που μέσα του να μπορούμε να ανασάνουμε τον ίδιο αέρα χωρίς τον κίνδυνο της ασφυξίας.
Εκείνος που θα μας εμπνέει ενθουσιασμό και τόλμη να ονειρευόμαστε με τα μάτια ανοιχτά. Και που όταν ο ένας είναι έτοιμος να βάλει τελεία ο άλλος να φέρνει τον κόσμο ανάποδα για να την κάνει κόμμα. Και στο τέλος, κατά ένα περίεργο τρόπο πάντα να τα καταφέρνουμε, παρ΄όλες τις αντιξοότητες
Ίσως αυτός ο τόσο ιδεατός κόσμος να μην υπάρχει, μπορούμε όμως να τον φτιάξουμε. Ένας καφές, ένα τσιγάρο, λίγη μουσική και ο άνθρωπός μας είναι αρκετά για να κάνουμε την αρχή.
Επιμέλεια κειμένου Ειρήνης Τρίγκα: Ελευθερία Παπασάββα.