Απόψε είμαι σε περίεργη φάση. Ίσως φταίει η βροχή που χτυπάει ρυθμικά στο παράθυρο του δωματίου μου και φέρνει στη μνήμη μου εικόνες. Ξεθωριασμένες αναμνήσεις από κάποιες μουντές και βροχερές μέρες που μοιραζόμασταν εκτός από μία κούπα ζεστό καφέ και το ίδιο κρεβάτι.
Ξέρεις, δε γουστάρω τις λέξεις που συνωστίζονται η μία πίσω απ΄την άλλη. Κάνουν τόσο θόρυβο για το τίποτα. Επειδή, λοιπόν, ανέκαθεν προτιμούσα τις μετρημένες κουβέντες θα είμαι σύντομη.
Μου λείπεις. Λείπεις όλες τις μέρες, τις εβδομάδες, τους μήνες και τις εποχές του χρόνου. Λείπεις γενικά κι ειδικά σήμερα που βρέχει. Κι έστω κι αν γνωρίζω πολύ καλά πως δεν έχω αυτό το δικαίωμα, συμβαίνει. Και ξέρεις γιατί; Γιατί κάθε μέρα που περνάει συνειδητοποιώ όλο και περισσότερο πως είσαι αναντικατάστατος.
Ήσουν ο μόνος που με ήξερε απέξω κι ανακατωτά. Εκείνος που πάντα διέθετε ένα μαγικό τρόπο να εξαφανίζει τις ανησυχίες μου και να με κάνει να αισθάνομαι δυνατή, ακόμη κι όταν έπιανα πάτωμα. Αυτός που ανεχόταν κάθε κυκλοθυμική και βλακώδη συμπεριφορά μου κι υποστήριζε την οποιαδήποτε επιλογή μου.
Όχι μόνο με δέχτηκες με τα καλά και κυρίως με τα στραβά μου, μιας και γνωρίζεις από πρώτο χέρι πως δεν είμαι δα κι ο πιο εύκολος άνθρωπος του κόσμου, αλλά δεν προσπάθησες να με αλλάξεις στο ελάχιστο. Κι αυτό μόνο αγάπη μπορώ να το ονομάσω.
Αντιθέτως, εγώ τι έκανα; Δε φτάνει που δεν ήξερα τι μου γινόταν, βιάστηκα η έξυπνη να βγάλω και την ετυμηγορία μου. Σε πέταξα απ΄τη ζωή μου με συνοπτικές διαδικασίες, θεωρώντας πως αυτά που μου προσέφερες απλόχερα, δεν ήταν αρκετά. Η αφεντιά μου, σαν γνήσιο κακομαθημένο παιδί, ζητούσε περισσότερα. Και για να λέμε και του στραβού το δίκιο, είχες πολλά να δώσεις ακόμη. Απλώς δε σ΄άφησα ποτέ. Έβαζα διαρκώς όρια, με αποτέλεσμα κάθε σου προσπάθεια να πέφτει πάνω στο τείχος της άμυνας που ύψωνα για να μην την ξαναπατήσω.
Βέβαια, το δύσκολο παρελθόν μου δε δικαιολογεί σε καμιά περίπτωση τον τρόπο που σου φέρθηκα. Όσο κι αν πληγώθηκα κάποτε, δεν έπρεπε να αφήσω τις γαμημένες ανασφάλειες να με γονατίσουν και να το βάλω στα πόδια. Όφειλα να μείνω και να το παλέψω. Γιατί το άξιζες, γαμώτο. Μα δείλιασα, το παραδέχομαι.
Αποποιήθηκα, λοιπόν, τις ευθύνες που μου αναλογούσαν, έριξα όλο το φταίξιμο σε σένα, σου χρέωσα ένα κάρο μαλακίες, σε βάφτισα συνήθεια και σε έστειλα στον αγύριστο. Έκτοτε έριξα μαύρη πέτρα πίσω μου δίχως να με νοιάζει αν και πώς την παλεύεις και συνέχισα τη ζωή μου σαν να μη συνέβη τίποτα. Να όμως που η γαμημένη ρόδα γύρισε και με ισοπέδωσε για τα καλά.
Βέβαια η αλήθεια είναι ότι λίγο πριν δικαίως μου δώσω τον τίτλο της ηλίθιας με περικεφαλαία, έψαχνα μανιωδώς ανάμεσα στις στιγμές μας, μήπως και καταφέρω να ξετρυπώσω ένα ψεγάδι σου. Οτιδήποτε απ’ το οποίο θα μπορούσα να πιαστώ για να έχω το άλλοθι πως εκείνο το βράδυ πήρα τη σωστή απόφαση. Μα δε βρήκα ούτε ένα.
Τελικά, δεν ξέρω αν έπρεπε να σε χάσω για να σε εκτιμήσω. Το μόνο σίγουρο είναι πως κάποια μέρα θα σε ψάξω. Αν βέβαια βρω ποτέ τα μούτρα.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου