Τι ειρωνεία να μη σε ψάχνω πια στα πρόσωπα των περαστικών. Είσαι άλλος ένας ανάμεσα στο πλήθος. Αυτή η μέρα που περίμενα πώς και πώς, ήρθε μόλις προχθές. Ακριβώς τη στιγμή που σε είδα τυχαία στον απέναντι δρόμο και συνειδητοποίησα πως μου είσαι πλέον αδιάφορος. Δεν το έβαλα στα πόδια, δεν ένιωσα εκείνο τον απαίσιο κόμπο στο στομάχι, που με συνόδευε για ολόκληρους μήνες, κάθε φορά που άκουγα το όνομά σου και το κυριότερο, δεν είχα την ανάγκη να μάθω νέα σου, μπας και ζήσω έστω για λίγο σε μια αυταπάτη. Πώς συνεχίζω να αποτελώ μέρος της καθημερινότητάς σου.
Που λες, δε μου προκαλείς κανένα συναίσθημα και δεν είναι θέμα άμυνας. Απλά συνέβη. Να σου υπενθυμίσω, όμως, πως μέχρι τότε φλέρταρα έντονα και διαρκώς με τα όρια της αντοχής και της αξιοπρέπειάς μου, ενώ εσύ έτρεμες στην ιδέα μην τυχόν και ξεπεράσεις εκείνα του εγωισμού και της ντεμέκ αυτοκυριαρχίας σου. Άνιση μάχη. Γι ΄αυτό πάγωσα, άδειασα, παραιτήθηκα.
Ξέρεις, θα ήταν αρκετά βολικό να μεταθέσω όλες τις ευθύνες σε σένα, μα το «βόλεμα» είναι αποκλειστικά δικό σου προνόμιο και δε διατίθεμαι να στο αφαιρέσω. Έτσι, ανέλαβα το μερίδιο ευθύνης που μου αναλογούσε. Γιατί κι εγώ έκανα λάθη. Η απόσταση που κράτησα από σένα με βοήθησε να τα εντοπίσω κι ύστερα αφού ξόδεψα ολόκληρα βράδια να τα αναλύω ξανά και ξανά ένα προς ένα, τα συγχώρεσα και τα έθαψα μαζί με τα δικά σου. Μετά αποσύρθηκα ολοκληρωτικά κι αμετάκλητα από οτιδήποτε σε αφορούσε. Απέφευγα να μιλάω για σένα και δεν ήθελα να σε ξαναδώ ούτε καν ζωγραφιστό. Πόσο μάλλον να σε ξέρω.
Και κάπως έτσι περνούσε ο καιρός. Ίσως ο χρόνος να ήταν εκείνος που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απομυθοποίησή σου. Ίσως πάλι να ευθύνεται το γεγονός ότι ενώ υπήρχαν στιγμές που τσουρουφλιζόμουν στην απουσία σου, ταυτόχρονα συντελούνταν στο υποσυνείδητό μου οι διεργασίες που με έφερναν όλο και πιο κοντά στο να κάνω τελεία το κόμμα που επέμενα να κρατάω σταθερά, σχεδόν εμμονικά στην ιστορία μας.
Σε καμιά περίπτωση, όμως, δεν μπορώ να πω πως μετάνιωσα που σε γνώρισα. Απεναντίας, χάρηκα και με το παραπάνω. Με έκανες να καταλάβω ότι το νόημα του έρωτα δεν κρύβεται ούτε σε ψυχοβγαλτικές αναμονές ούτε σε τρύπιες αγκαλιές. Κι εγώ επιζητώ πια εκείνες τις ερμητικά κλειστές κι απόλυτες. Από ‘δω και στο εξής, αυτές είναι ο προορισμός μου.
Τέλος πάντων. Δε έχει καμιά σημασία πια. Η φυγή σου, όσο ολέθρια κι αν έμοιαζε αρχικά, εν τέλει αποδείχθηκε η πιο σωστή σου απόφαση. Ήταν πώς να το πω; Λυτρωτική. Και δε φαντάζεσαι με πόση ανακούφιση με γεμίζει το συναίσθημα πως δε σε κουβαλάω πια μέσα μου. Με απάλλαξες απ’ τις προσδοκίες που –κακώς– έτρεφα με την ψευδαίσθηση πως είχες την ικανότητα να ανταποκριθείς σ’ αυτές, ενώ για την ακρίβεια ήσουν ο απόλυτος ορισμός του «Μέχρι εκεί μπορούσες».
Αυτές οι τρεις λέξεις αποτελούν το ρεζουμέ του απολογισμού μου κι έρχονται να συμπληρώσουν το «αντίο» που μας χρωστάω. Αντίο, λοιπόν. Εύχομαι να είσαι ευτυχισμένος, αλλά ακόμη κι αν δεν είσαι, πολύ φοβάμαι πως σου αξίζει.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη