Δεν είναι το κενό της απουσίας σου, ούτε η εκκωφαντική σιωπή σου. Δεν είναι που έμεινα πίσω μετρώντας σε κάθε εκατοστό της ψυχής μου γδαρσίματα και πληγές. Ούτε ο στραπατσαρισμένος εγωισμός μου και τα αμέτρητα «γιατί» που μου άφησες αμανάτι. Αυτά κατάφερα με πολύ κόπο να τα στριμώξω σε ένα μπαούλο. Και αφού τα κλείδωσα, πέταξα μακριά το κλειδί. Δεν είναι αυτά που γίνονται θηλιά κάθε τόσο και στραγγαλίζουν στιγμές της καθημερινότητάς μου.
Είναι εκείνο το «γαμώτο» που κατεβάζω κάθε τόσο με τον καπνό μου μέχρι να κάψει και το τελευταίο μου κύτταρο. Όπως ακριβώς πυρπόλησες όλα εκείνα που ποτέ δε γίναμε. Τα περιέλουσες βιαστικά με βενζίνη, μου έκλεισες το μάτι αποφασιστικά και άναψες το σπίρτο των ανασφαλειών σου. Και ύστερα στάχτη. Όνειρα, γέλια, δάκρυα, ταξίδια, εκδρομές στην εξοχή και βόλτες στην παραλία. Δρόμοι που δεν περπατήσαμε, στιγμές που δε ζήσαμε μετατράπηκαν σε μια άμορφη μάζα. Έμεινα να κοιτάω τα αποκαΐδια του εμπρησμού σου, ψάχνοντας να βρω τον απανθρακωμένο εαυτό μου μέσα σε αυτά, για να τον αναστήσω. Ίσως να μου πήρε περισσότερο χρόνο από όσο άξιζε, αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ, μάτια μου.
Είναι που άπλωσα με το καλημέρα τα χέρια μου πάνω σου και σωριάστηκα μπροστά σου. Που σου έδωσα ένα κομμάτι μου χωρίς πρώτα να ρωτήσω αν το χρειάζεσαι. Που σε δικαιολογούσα συνεχώς, στήριζα τα θέλω σου και χάιδευα κάθε παιδιάστικη και επιπόλαια συμπεριφορά σου.
Είναι που το έβαλες στα πόδια. Είναι που δε μας έδωσες μια ευκαιρία. Που με άφησες να παλεύω μόνη για εμάς, μέχρι το τέλος.
Μα ακόμη περισσότερο είναι που παρέβλεψες με τόση ευκολία εκείνη την ανεξήγητη χημεία που μας έδενε με ένα τρόπο μαγικό.
Είναι που με ανάγκασες να σε ξεριζώσω με βία από μέσα μου, γαμώτο. Να σε κάνω ένα με όλα εκείνα, την ύπαρξη των οποίων πρέπει να αγνοώ για να μην πονάω. Δεν σε ξέρω, τελικά. Ερωτεύτηκα μια ουτοπική εκδοχή σου. Και όχι. Δε σε μισώ, αν είναι αυτό που αναρωτιέσαι. Βλέπεις, τελικά κατάφερες να με κάνεις να μη νιώθω τίποτα πέρα από μια απέραντη πίκρα και απογοήτευση. Αυτά είναι όλο και όλο ό,τι βρίσκεται στον απόηχο της λιποταξίας σου και στον απόπατο της γνωριμίας μας.
Τώρα πια το βλέπω ολοκάθαρα. Παίζει να ήμουν ό,τι καλύτερο σου έχει συμβεί και ήδη το διαισθάνεσαι. Και πίστεψέ με θα έρθει η στιγμή που θα το καταλάβεις.
Θα είναι τότε που μάταια θα αναζητάς σε κάθε καινούριο έρωτα το είδωλό μου. Θα σκορπάς τον εαυτό σου ανάμεσα σε αγάπες που θα είναι εφήμερες, περαστικές, επιφανειακές. Ανίκανες να κατανοήσουν, να υποχωρήσουν και να αγαπήσουν. Θα τιθασεύουν για λίγο το κορμί σου και ύστερα θα χάνονται.
Και μπουχτισμένος πλέον από την εγωπάθεια, την υποκρισία και τη δηθενιά που κυκλοφορεί εκεί έξω πάνω σε ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνες γόβες, θα συνειδητοποιήσεις το πόσο ξεχωριστή και διαφορετική ήμουν. Θα αναστατώνεσαι κάθε φορά που θα ακούς το όνομά μου και θα υποκλίνεσαι με όλο σου το «είναι» μπροστά στη θύμησή μου.
Και κάπως έτσι, θα έρθει η μέρα που θα κάνεις φιγούρα στους γνωστούς σου και θα λες πως κάποτε με γνώρισες. Και αν τύχει να σε ρωτήσουν λεπτομέρειες, η αναδρομή στο παρελθόν θα σε τσακίσει και θα πλημμυρίσεις ολόκληρος από νοσταλγία. Το πρόσωπό σου θα σκοτεινιάσει και το χαμόγελο στα χείλη σου θα παγώσει. Και ύστερα θα αλλάξεις θέμα και θα τσουγκρίσεις το ποτήρι σου. Θα κάνεις πως διασκεδάζεις, χορεύοντας με τις αυταπάτες στο ρυθμό που θα επιβάλλει ο εγωισμός σου, αλλά βαθιά μέσα σου θα εύχεσαι να μπορούσες να γυρίσεις το χρόνο πίσω και να τα κάνεις όλα διαφορετικά.
Και είμαι σίγουρη πως αυτή η μέρα δε θα αργήσει και πολύ να έρθει. Ήδη ο χρόνος ξεκίνησε να μετρά αντίστροφα.
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά