Ε ψιτ! E, εσύ! Ναι, σ’ εσένα απευθύνομαι. Σ’ εσένα που τα σκονισμένα γυαλιά του έρωτα σε εμπόδισαν να δεις το τέλος που ερχόταν με φόρα προς τα πάνω σου. Τα σημάδια ολοφάνερα. Εθελοτυφλούσες, παραδέξου το. Σαν να σου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι ένα πράμα, με όλη την κομπανία, τ’ άστρα, το φεγγάρι, την πούλια, τον αυγερινό και το σύμπαν ολόκληρο μη σου πω.
Τραβούσες μόνος σου κουπί στη φουρτούνα, ώσπου βρέθηκες εκτός της βάρκας. Βλέπεις ε; Χρησιμοποίησα β’ ενικό. Το πήρες το μήνυμα ή ακόμη αναρωτιέσαι; Ο συνεπιβάτης-σύντροφός σου φρόντισε να σε πετάξει στα βαθιά ντε. Ακριβώς εκεί, που δεν πατάς στο έδαφος ούτε καν με την άκρη των δαχτύλων σου. Και ύστερα σε πιάνει πανικός. Μετά βίας παίρνεις αναπνοή. Και μετά βουλιάζεις.
Τι περιμένεις; Να γυρίσει να σε σώσει; Ακόμη κι αν επιστρέψει μην πιάσεις το χέρι του. Είναι κουλό και αναξιόπιστο. Γι’ αυτό καλύτερα να προτιμήσεις το βυθό. Θα δυσκολευτείς, θα τρομοκρατηθείς, θα απελπιστείς. Όμως κάποια στιγμή θα μάθεις να κολυμπάς. Θα βγεις στη στεριά πανηγυρίζοντας για τις δυνάμεις που προφανώς δεν ήξερες ούτε εσύ ο ίδιος ότι διαθέτεις. Μέχρι τότε όμως, βιώνεις το απόλυτο τίποτα.
Το πρωί με το που ανοίγεις τα μάτια σου νιώθεις το χειρότερο συναίσθημα. Το κενό. Νιώθεις άδειος, σαν να σου ξερίζωσαν τα σωθικά. Λες δεν μπορεί, όνειρο είναι. Τσιμπιέσαι για να βεβαιωθείς ότι δεν ονειρεύεσαι. Όχι μόνο δεν ξυπνάς, αλλά μένεις και μ’ ένα σημάδι να στο χέρι σου. Λες καλημέρα στο ταβάνι. Γνωρίζεις πλέον κάθε του ατέλεια. Κάθε ρωγμή. Αναρωτιέσαι πώς στο καλό θα τις κλείσεις τις ρημάδες. Δε γίνεται. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να τις καλύψεις. Γιατί όσα χέρια μπογιάς και να περαστούν, οι ρωγμές θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Οπότε στο επόμενο τράνταγμα θα κάνουν την εμφάνισή τους. Μεταξύ μας. Γκρέμισμα θέλει η οροφή και φτιάξιμο από την αρχή.
Κι αφού το κεφάλι σου έγινε καζάνι από τις σκέψεις, ξεκινάς τη μέρα σου. Βασικά, εδώ που τα λέμε δεν έχεις καμία απολύτως όρεξη. Ζορίζεις τον εαυτό σου ν’ ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις που τρέχουν. Ενδιάμεσα κάνεις ένα διάλειμμα και βγαίνεις για ένα καφέ της παρηγοριάς, που λένε.
Γυρίζεις σπίτι, και περιφέρεσαι σαν την άδικη κατάρα. Βαφτίζεις γεύμα δυο μπάρες δημητριακών και ένα τοστ. Ίσα ίσα να πάρεις μια υποτυπώδη ενέργεια, να θρηνήσεις τον «μεγάλο» και «αναντικατάστατο» έρωτα, παραμάσχαλα με ένα μπουκάλι κρασί και ένα πακέτο τσιγάρα. Και βάζεις τέρμα την φωνή που λέει τέρμα και μετά βάφεις τις κουρτίνες στο χρώμα που μισούσε.
Λίγο αργότερα και μπουχτισμένος από τη μουγκαμάρα, κάνεις το τηλέφωνο σκουλαρίκι και μιλάς ακατάπαυστα. Στην άλλη άκρη της γραμμής βρίσκεται συνήθως το αποκούμπι σου. Ο κολλητός. Δέκτης του θυμού και της απογοήτευσής σου. Διαθέσιμος να σε ακούσει να αναπτύσσεις μέχρι και τη θεωρία της εξέλιξης του ανθρώπου.
Οι διακυμάνσεις της διάθεσής σου, δίνουν και παίρνουν.Το γέλιο ξαφνικά γίνεται κλάμα και τούμπαλιν. Και ύστερα σταματάει ο χρόνος. Οι αναθεματισμένοι δείκτες του ρολογιού στον απέναντι τοίχο του δωματίου δεν προχωρούν λεπτό. Ειδικά τις νύχτες. Θέλεις να το σπάσεις σε χίλια κομμάτια, μα τελικά σπάει η σιωπή σου και ξεσπάς σε λυγμούς, μέχρι να αποκοιμηθείς. Κι έρχεται το πρωί.
Και η ιστορία επαναλαμβάνεται. Μέχρι εκείνο το ξημέρωμα, καιρό μετά, που θα νιώσεις ένα ταρακούνημα στο χέρι. Μη φοβηθείς. Η ζωή θα είναι. Αφού σε δίδαξε, θα σε τραβάει επίμονα από το μανίκι να την ακολουθήσεις σε νέα μονοπάτια. Δείξ’ της εμπιστοσύνη. Ξέρει αυτή.
Και να θυμάσαι, πως τον ουρανό με τα άστρα που έπεσε στο κεφάλι σου, κάποιος παρακάτω θα τον φέρει στα πόδια σου.
Επιμέλεια Κειμένου: Σοφία Καλπαζίδου