Στην αρχή μιας σχέσης τείνουμε να έχουμε υψηλές προσδοκίες για το πού θα πάει και πώς θα καταλήξει. Θέλουμε να ελπίζουμε ότι με τον άνθρωπο με τον οποίο ξεκινούμε μια σχέση θα ταιριάξουμε απόλυτα και τίποτα δε θα είναι ικανό να μας φέρει σε ρήξη. Αυτό ισχύει σε έναν βαθμό τον πρώτο καιρό που όλα είναι ρόδινα, ρομαντικά και οι πεταλούδες στο στομάχι κάνουν πάρτι από έρωτα. Τι γίνεται όμως όταν περάσει το διάστημα του ενθουσιασμού και έρθουν οι πρώτες αντιπαραθέσεις; Πώς διαχειριζόμαστε όσα θεωρούσαμε ότι δε θα συμβούν ποτέ στη σχέση μας; Τελικά το απόλυτο ταίριασμα υπάρχει ή είναι ένας μύθος που πλάσαμε εμείς οι ίδιοι;
Τα νέα ζευγάρια που ξεκινούν μια σχέση θέτουν ως βάση πόσο πολύ ταιριάζουν και πόσα κοινά σημεία έχουν μεταξύ τους. Όταν τα κοινά είναι αρκετά, θεωρητικά υπάρχει και ταίριασμα. Τι είναι όμως τελικά το ταίριασμα και πώς ορίζεται; Το ταίριασμα ορίζεται ως ο αρμονικός συνδυασμός στοιχείων ή στην δική μας περίπτωση ως συμφωνία χαρακτήρων, συνηθειών και αντιλήψεων μεταξύ δύο προσώπων. Αυτό όμως στην πραγματικότητα είναι κάτι που κατασκευάσαμε εμείς για να λέμε ότι δύο άνθρωποι κάνουν για ζευγάρι. Παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχει η απόλυτη σύνδεση. Τέλειο ταίριασμα υπάρχει μόνο σ’ ένα ζευγάρι παπούτσια κι ακόμα κι εκεί τα πόδια μας έχουν αποκλείσεις. Κάθε άνθρωπος είναι πολύ διαφορετικός και με κανέναν δεν μπορούμε να ταιριάξουμε απόλυτα, αφού θα υπάρξουν διαφορές, διαφωνίες και συγκρούσεις. Κάθε σχέση έχει τα δικά της σκαμπανεβάσματα που την κάνουν ενδιαφέρουσα. Η ίντριγκα που δημιουργείται κι αυτό που μας κρατάει σε εγρήγορση είναι οι διαφορές που ανακαλύπτουμε συνεχώς που δημιουργούν ένταση με τον άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας.
Το απόλυτο ταίριασμα με έναν άνθρωπο στην τελική είναι ένα ψέμα που κατασκευάσαμε μόνοι μας για να δικαιολογούμε οποιαδήποτε αποτυχία και χωρισμό σε μια σχέση. Το να ταιριάζουμε απόλυτα με κάποιον καταντάει εξίσου κουραστικό και εκνευριστικό με το να είμαστε τα δύο άκρα αντίθετα. Οι μικρές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στους ανθρώπους τροφοδοτούν το μυαλό να ανακαλύψει όσα περισσότερα μπορεί για τον άλλον και να εξελιχθεί μαζί του. Σκέψου πόσο εξαντλητικό θα ήταν να μην είχες τίποτα να διαφωνήσεις ή να μην μπορούσες να τσακωθείς για οποιαδήποτε βλακεία προκύψει με τον άνθρωπό σου. Από ένα σημείο και μετά δε θα υπήρχε κάτι να συζητήσεις γιατί ό,τι και να έλεγες θα συμφωνούσε μαζί σου. Μετά θα ακολουθούσε ησυχία, το απόλυτο κενό, καμία εξέλιξη, ούτε σασπένς. Στο άλλο άκρο βρίσκεται το σημείο εκείνο που δεν ταιριάζεις καθόλου με έναν άνθρωπο και όλο τσακώνεστε, υπάρχουν εντάσεις, φωνές και κόντρες. Καμία όμορφη στιγμή, κανένα κοινό στοιχείο. Είναι και τα δυο εξίσου κουραστικά. Δεν είναι τυχαίο όμως που λένε πως οι διαφωνίες είναι το αλατοπίπερο της σχέσης. Αυτό προέκυψε γιατί στην πραγματικότητα κανένας δε συμφωνεί απόλυτα με κάποιον άλλο -εκτός βέβαια αν δεν ανέπτυξε ακόμη δικές του απόψεις ή την ικανότητα να τις εκφράζει, γιατί το βλέπουμε κι αυτό.
Το να πιστεύουμε ότι ταιριάζουμε απόλυτα με έναν άνθρωπο πιο πολύ κακό κάνει στη σχέση μας παρά καλό, γιατί μας προδιαθέτει για μια σχέση χωρίς εμπόδια και όταν αυτά βρεθούν στον δρόμο μας θα ακολουθήσει απογοήτευση και αρνητικές σκέψεις. Κάπου εκεί θα ξεκινήσει μέσα μας και η αντίστροφη μέτρηση που θα μας οδηγήσει στον χωρισμό. Αν σταματήσουμε να πιστεύουμε στον τέλειο συνδυασμό, η ώθηση να προσπαθήσουμε να πετύχει η σχέση μας θα είναι μεγαλύτερη. Με λίγα λόγια, ζήσε τη σχέση σου στο έπακρο χωρίς να ψάχνεις δείκτες συμβατότητας, προσπάθησε να γνωρίσεις τον άλλον όπως είναι χωρίς να έχεις προσδοκίες που στην πραγματικότητα είναι ουτοπικές. Το απόλυτο ταίριασμα δεν υπάρχει, γιατί εμείς σαν άνθρωποι διαφέρουμε μεταξύ μας ακόμη και στο πώς βιώνουμε τα συναισθήματά μας.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.