Ρομαντισμός. Μια λέξη τόσο πολυχρησιμοποιημένη στην καθημερινότητά μας που για τον καθένα ξεχωριστά κρύβει διάφορες ερμηνείες, βιώματα, αναμνήσεις, προσδοκίες. Τι είναι όμως πραγματικά ο ρομαντισμός και από πού ξεκίνησε; Τι είναι αυτό που κάνει τον κάθε άνθρωπο να εκφράζει το ρομαντισμό του και τι είναι αυτό που τον κρατάει πίσω;
Καταρχάς ο ρομαντισμός ξεκίνησε ως καλλιτεχνικό κίνημα στα τέλη του 19ου αιώνα στη Δυτική Ευρώπη. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στον τομέα της λογοτεχνίας, της μουσικής και των εικαστικών τεχνών. Κύριο χαρακτηριστικό του κινήματος αυτού, ήταν το να προκαλέσει δυνατές συγκινήσεις μέσα από την τέχνη. Επιπλέον, επηρέασε πάρα πολύ τις έως τότε κλασικές αντιλήψεις. Έδινε κύρια έμφαση στο συναίσθημα και πήγαινε ενάντια στη μονόπλευρη κυριαρχία της λογικής.
Παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχει ένας επιστημονικά πλήρης ορισμός. Σύμφωνα όμως με το καλλιτεχνικό κίνημα του ρομαντισμού φαίνεται και δηλώνεται ότι έχει να κάνει με έντονες συναισθηματικές αποχρώσεις και την έκφραση αυτόν, αλλά και με ό,τι αφορά το πάθος. Ρομαντισμός είναι οτιδήποτε αφορά τον κόσμο των αισθήσεων και της φαντασίας, αλλά κι ό,τι εξηγεί το κάθε άτομο υποκειμενικά ως «νιώθω».
Θα καταπιαστώ, λοιπόν, από το τελευταίο και θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί ένας άνθρωπος δυσκολεύεται να είναι ρομαντικός. Ξεκινώντας από την παιδική του κιόλας ηλικία, δέχεται διάφορα ερεθίσματα από την οικογένεια, τους φίλους, αλλά και γενικότερα από το περιβάλλον κοινωνικοποίησής του. Ζώντας λοιπόν στην εποχή της τεχνολογίας και της αποξένωσης από την ουσιαστική επικοινωνία, ο άνθρωπος μαθαίνει να εκφράζεται με θάρρος κι αυτοπεποίθηση, βολεμένος, όμως, στο πληκτρολόγιο του τηλεφώνου του, μπροστά σε μια οθόνη. Αυτό ενισχύει ιδιαίτερα τη δυσκολία του να είναι κανείς ρομαντικός, αφού χάνει την άμεση επαφή και κατά συνέπεια την ουσιαστική έκφραση μέσω της άμεσης έκθεσης της προσωπικότητας.
Έπειτα ο άνθρωπος κατά κύριο λόγο, δέχεται ερεθίσματα από την οικογένεια. Συνεπώς όταν στη δική του οικογένεια, μεγαλώνει μέσα σε εντάσεις, καβγάδες και έλλειψη εκδήλωσης συναισθημάτων, αδυνατεί να γνωρίσει και να αναγνωρίσει τον ρομαντισμό. Έτσι όντας έφηβος ή ενήλικας, όταν έρχεται η στιγμή να εκφράσει αυτό το κομμάτι του εαυτού του, δυσκολεύεται μιας και ποτέ δε δέχτηκε τέτοιου είδους ερεθίσματα στην παιδική του ηλικία, ή τα δέχτηκε με τρόπο που δεν κατάφερε να μεταφράσει.
Ένας άλλος παράγοντας που μπορεί να παίξει ρόλο είναι η αναγωγή του ρομαντισμού σε δειλία και μαλθακότητα. Η απάθεια που θέλουμε να δείχνουμε στους φίλους και γνωστούς όσον αφορά το κομμάτι του έρωτα. Αρκετοί καταφέρνουν, ζώντας μια ώριμη αγάπη στην ενήλικη πια ζωή να καταρρίψουν τις άμυνές τους. Υπάρχουν όμως κι αυτοί που εξαιτίας του παρελθόντος τους, στην ενήλικη ζωή γίνονται ορκισμένοι εργένηδες και απαρνιούνται κάθε μορφής ερωτικού συναισθήματος, ενώ δυσκολεύονται πολύ να δείξουν τη ρομαντική τους πλευρά όταν οι συνθήκες το ζητούν. Τέλος είναι κι ο φόβος έκθεσης, για να μη φανεί το μέγεθος και το βάθος των συναισθημάτων. Απόψεις που συγκεντρώνονται γύρω από τον τρόμο του έρωτα, όταν αυτός δεν ανταποδίδεται.
Όσον αφορά, λοιπόν, τα υπόλοιπα κομμάτια θα έλεγα αρχικά ότι είναι καιρός να θυμηθούμε τις εποχές όπου ψάχναμε ευκαιρία να συναντηθούμε με τον άλλον και να επικοινωνήσουμε ουσιαστικά. Ας αφήσουμε λίγο στην άκρη την τεχνολογία κι ας ξαναζωντανέψουμε τις εποχές όπου ο ρομαντισμός ήταν στο ζενίθ του. Τότε που ένα φιλί στο μάγουλο ήταν σπουδαίο. Ας προσπαθήσουμε να ξεκλειδώσουμε τους εαυτούς και τα συναισθήματά μας, ακόμη κι αν δε δεχτήκαμε τέτοια ερεθίσματα. Ας δείξουμε τη δική μας μαγκιά μέσα από έντονες συγκινήσεις, πάθος, αγάπη, έρωτα. Ας γίνουμε ρομαντικοί χωρίς τον φόβο μη φανεί.
Άλλωστε, γιατί να το κρύψουμε;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου