Έλλειψη Βιταμίνης D λέει η γιατρός σου. Χρειάζεσαι ήλιο. Έτσι σου συστήνει. Πού ήλιος τώρα που είσαι πνιγμένος στη δουλειά, καθηλωμένος σε ένα γραφείο κι έναν υπολογιστή 10-12 ώρες τη μέρα για να καλύψεις τα σπασμένα των προηγούμενων μηνών; Υποκατάστατο σου λέει είναι, να τρως μπόλικα λιπαρά ψάρια, αυγά και μανιτάρια. Αλλάζεις διατροφή, πλακώνεσαι στ’ αυγά και στα μανιτάρια –γιατί σιχαίνεσαι το ψάρι- μπας και δεις άσπρη μέρα. Σε κάθε γεύμα κι από μια διαφορετική παραλλαγή. Αλλά τίποτα- σαν τον ήλιο, τίποτα. Ό, τι κι αν κάνεις ο οργανισμός σου δεν ικανοποιείται, δεν ισιώνει, δε λέει να σ’ αφήσει να ηρεμήσεις. Γιατί το υποκατάστατο πάντα αυτό θα είναι· και δε θα καλύπτει απόλυτα την πραγματική ανάγκη.
Πρακτικά και βιολογικά αυτά. Αν το ανάγουμε όμως σ’ ένα θεωρητικό επίπεδο και το πάμε στο πλάνο των σχέσεων, θ’ ανακαλύψουμε ότι υπάρχει και στις σχέσεις μια αντίστοιχη Βιταμίνη D. Αυτή που αλλιώς θα ονομάζαμε “Devotion”, δηλαδή «Αφοσίωση». Που, κατ’ επέκταση, μεταφράζεται και «Αναγνώριση», «Θαυμασμός», «Αποδοχή», «Αγάπη».
Κάπως έτσι θα το συνδέσουμε με την προσοχή· γιατί όποια λέξη από τις παραπάνω κι αν επιλέξουμε να ερμηνεύσουμε, κάπου στην εξήγηση, θα υπάρχει η λέξη προσοχή. Υπάρχουν αυτοί που αποφεύγουν το κέντρο της προσοχής σαν το διάολο το λιβάνι· τους αναστατώνει, τους ανησυχεί, τους φέρνει σε δύσκολη θέση. Υπάρχουν κι αυτοί που ζουν κι αναπνέουν να είναι μονίμως στο κέντρο της σκηνής, κάνοντας υπόκλιση σε κάθε κίνηση, μετά από κάθε πρόταση, πριν καν καταλάβουν οι θεατές το λάθος που έχει γίνει κάπου στα λόγια του ρόλου τους. Το θέμα είναι, όμως, όχι το ίδιο το χειροκρότημα στο τέλος της παράστασης, αλλά από πού προέρχεται.
Ας τα πούμε λίγο τα πράγματα με το όνομά τους. Ας αφήσουμε στην άκρη τις υπεκφυγές, τις αναστολές, τα συμπλέγματα και τις ανησυχίες μας κι ας δούμε λίγο τα πράγματα όπως έχουν. Όσο κι αν είναι το χειροκρότημα, φίλε μου, αν δεν είναι εκεί κάτω να ζητωκραυγάζει αυτός που επιθυμείς, αυτός που σε καίει να σε θαυμάσει κι όλος ο θαυμασμός του κόσμου να έχεις, 7 δις άνθρωποι, λίγος θα σου φανεί. Ένας προς 7 δις. Και κάπου ανατινάσσεται ο εγκέφαλος μαθηματικού που υπολογίζει τις πιθανότητες να συμβεί το επιθυμητό. Γιατί, άντε και τον βρήκαμε τον έναν στους 7 δις, ποιος μας λέει ότι θα χειροκροτήσει κιόλας όποτε το αποζητάμε;
Έρωτα εσύ, μονόπλευρε, όσο εσύ αδιαφορείς, όλος ο κόσμος κι αν μ’ αγαπά, λίγη σημασία έχει!
Μπορεί να μην είναι καν έρωτας, εδώ που τα λέμε. Μπορεί να λείπει η αποδοχή κάποιου από των δύο γονέων, μετατρέποντας στην ενήλικη ζωή το «Μαμά, Μπαμπά, κοίτα τι έκανα!» («Πες μου πως είμαι καλό παιδί, πως τα κάνω σωστά τα πράγματα, πως μ’ αγαπάς, πως ακόμα και λάθος να κάνω, πάντα θα μ’ αγαπάς!») σε μια μόνιμη -και συχνά ανεκπλήρωτη- ευχή κι ανάγκη για ένα μπράβο που δεν ακούστηκε όταν έπρεπε να ακουστεί. Κάπου στην ψυχοσύνθεσή τους, υπάρχει ένα κενό, από την πραγματική αποδοχή που ποτέ δεν έλαβαν, από το ανεκπλήρωτο κάποιου άλλου προσώπου που τους μετατέθηκε, μια μαύρη τρύπα που ρουφά κάθε είδος αυτοπεποίθησης, που δεν αφήνει τον υγιή εγωισμό να αναπτυχθεί. Αποτέλεσμα είναι όλες οι μετέπειτα σχέσεις να ακολουθούν το ίδιο μοτίβο. Από γονιό, σε αδελφό, από αδελφό σε κολλητό και από κολλητό σε σύντροφο. Από σύντροφο σε τέκνο. Κι ένας φαύλος κύκλος μη αποδοχής ζει, αναπτύσσεται, και αναγεννάται σε κάθε πρόσωπο που βαπτίζεται «σημαντικός». Τάδε έφη ο Φρόιντ και ο Γιουνγκ, αλλά ούτε ψυχολόγοι είμεθα, ούτε πολυκαταλαβαίνουμε τα Οιδιπόδεια και τα Σύνδρομα της Ηλέκτρας. Ακούει, δεν ακούει σε προσφώνηση ή όνομα πραγματικό και συγκεκριμένο ο υπαίτιος, ουδεμία σημασία έχει, το αποτέλεσμα φαίνεται στη διάγνωση.
Δεν είναι πυρηνική επιστήμη, ούτε θα μιλήσουμε για ακατανόητα πράγματα. Είναι απλό και κοινώς θα το λέγαμε «απωθημένο». Χιλιοειπωμένη λέξη, που πλέον χάσαμε το νόημά της, χωρίς όμως να χάνει αυτή ποτέ τη βαρύτητά της. Όσο ψάχνουμε την πραγματική της σημασία, τόσο χάνουμε την ουσία. Κόσμοι ολόκληροι κινούνται για χάρη της, ζωές αλλάζουν, το σύμπαν (δε) συνωμοτεί για χάρη της κι εμείς όλοι μένουν εκεί, σαν χάνοι, με το στόμα ανοιχτό, μπρος στο μεγαλείο της δύναμής της. Αν κάποια λέξη έχει δύναμη, πέρα από την «αγάπη», να κινεί τα νήματα της ζωής και του αλληλένδετου μέλλοντος όλων μας είναι μια: το ανικανοποίητο.
Ανικανοποίητο είναι να θες κάτι το παραπάνω από ό,τι έχεις, να είσαι συνεχώς σε μια κίνηση, πάντα ψάχνοντας για κάτι παραπάνω· να φιλοδοξείς για καλύτερες μέρες, πιο ευτυχισμένες, πιο γεμάτες. Δεν είναι κακή η φιλοδοξία. Υγεία είναι. Πραγματικά. Ο φιλόδοξος άνθρωπος που ζει για το περισσότερο, που επιδιώκει πάντα και παλεύει για την καλυτέρευση, μόνο να ανέβει μπορεί. Ονειρεύεται κάτι που τώρα μπορεί να μοιάζει αδύνατο, βλέπει πιθανότητες, εναλλαγές, πράγματα ίσως άπιαστα, αλλά που του δίνουν έναν λόγο κάθε μέρα να πολέμα όλο και πιο τολμηρά, πιο δυνατά και με περισσότερο πάθος. Πάντα το μυαλό του κινείται με σκοπό την εξέλιξη– πρώτα του εαυτού, εσωτερικά και μετά εξωτερικά, για να το βλέπει και να το θαυμάζει κόσμος. Δεν είναι αδίκημα και δε θα κατηγορηθείτε ποτέ για αυτό. Αλλά υπάρχει ένα λεπτό –ίσως, κι ανεπαίσθητο- όριο ανάμεσα στη φιλοδοξία και τη βαθιά ανάγκη της αποδοχής και του θαυμασμού.
Ένας άνθρωπος ήρεμος, ζεν, ικανοποιημένος με τον εαυτό του και με αυτοπεποίθηση, δε θ’ αποζητήσει ποτέ την έγκριση των άλλων. Δεν τον ενδιαφέρει τι γνώμη έχουν για αυτόν, τι σκέφτεται ο περίγυρός του, αν τον βλέπουν για τον τρελό της παράστασης. Έχει στόχο, όραμα κι όνειρο, είναι επικεντρωμένος εκεί. Δε βλέπει τι γίνεται γύρω, πίσω ή δίπλα του, ούτε τον νοιάζει. Δεν τον καθιστά αυτό εγωιστή. Δεν περιμένει ούτε το χειροκρότημα, ούτε την αποδοχή. Δεν τον νοιάζει η απόρριψη, αν προέρχεται από ανθρώπους που δεν εκτιμά πάρα πολύ. Μερικές φορές, δεν τον ενδιαφέρει αν προέρχεται κι από αυτούς που εκτιμά. Ίσως να μη βλέπουν το δικό του όνειρο· είναι όμως αποδεκτό αυτό, δεν αλλάζει κάτι ούτε στον στόχο του, αλλά ούτε στην αγάπη που τους έχει.
Δίπλα του όμως, παράλληλα, παίζουν κι αυτοί που διψούν για αυτό το χειροκρότημα, που χρειάζονται την επιβεβαίωση και την αποδοχή, που ζουν όλη τους τη ζωή αποζητώντας εκείνο το ρημάδι το «μπράβο». Είναι οι πρωταγωνιστές της παράστασης, πρέπει να είναι πάντα κι ας μην είναι παραπάνω από μονόστιχο ο ρόλος τους. Θα είναι εκεί να κλέβουν την παράσταση. Γιατί βαθιά μέσα τους, πρέπει να έχουν κεντρικό ρόλο πάντα και παντού, να λαμβάνουν αυτό το χειροκρότημα για την ερμηνεία τους και να σωπαίνουν όλα και όλοι όταν δίνουν επί σκηνής τον καλύτερό τους εαυτό. Μη γελιέστε· δε μας κάνει εδώ ένα οποιοδήποτε μπράβο, μια οποιαδήποτε αποδοχή, ένας θαυμασμός άσχετος κι αδιάφορος. Εδώ θέλουμε αποδοχή, αγάπη και θαυμασμό από συγκεκριμένο πρόσωπο. Αυτού που ο λόγος είναι ο απόλυτος, αυτό που μπορεί να χτίσει ή να γκρεμίσει το εγώ τους το ίδιο εύκολα. Αλλιώς όλες οι εξισώσεις έχουν αποτέλεσμα το απόλυτο μηδέν. Τίποτα άλλο δεν έχει σημασία. Η δική σου αποδοχή δεν ισορροπεί την απόρριψη που νιώθουν ότι λαμβάνουν -ίσως και ακούσια- από ένα πρόσωπο που λογίζουν σημαντικό. Κι ας είσαι εσύ ο Number One Fan τους.
Βλέπετε, αντιστρόφως ανάλογη η προσοχή που λαμβάνει ο πρωταγωνιστής μας από το πρόσωπο αυτό το ένα και από τον υπόλοιπο κόσμο. Όσο περισσότερος ο θαυμασμός, η αγάπη και η αποδοχή εκείνου του ενός ανθρώπου, τόσο λιγότερη προσοχή έχει ανάγκη από άλλους. Κι αν δε λαμβάνει εκείνη την αφοσίωση, την ένεση στην αυτοπεποίθησή του από εκείνον, τόσο περισσότερη χρειάζεται από ένα περίγυρο, ένα «κοινό» και μετατρέπεται σε εμμονή. Παράκληση και ικεσία, απαίτηση και δικαίωμα· ό, τι πετύχει τον σκοπό που είναι σε πρώτο πλάνο στο μυαλό του κι ας μην έχει συναίσθηση του τι ακριβώς κάνει. Κάπως, κάπου κι από κάποιον να λάβει την αποδοχή, να γεμίσει η κοιλιά του εγωισμού του, να χορτάσει λίγο το πεινασμένο του εγώ, να νιώσει ότι υπάρχει κι ότι έχει σημασία· αν όχι για έναν μεγάλο και σημαντικό, ας είναι για πολλούς μικρούς κι ασήμαντους. Είναι το μόνο που βλέπει, το μόνο που ψάχνει, το μόνο που καλύπτει πλήρως το κενό που αισθάνεται. Αποζητά όλο και περισσότερο, όλο κι εντονότερα, την αποδοχή και τον θαυμασμό των άλλων, ακόμα κι αν είναι ασχέτων κι αγνώστων. Έχει περάσει η εποχή των γονιών, των φίλων και των συνεργατών -τουλάχιστον συνειδητά- κι εναποθέτει τις ελπίδες του στον «εύκολο στόχο»- ένα ταίρι.
«Να, δες, εμένα μ’ αγαπά τόσος κόσμος, εσένα γραμμένο σ’ έχω που δε σε ενδιαφέρω.» Που, μεταξύ μας, κάθε άλλο από γραμμένο τον έχει, τελικά. Δεν έχει απολύτως καμία σημασία αν 10.000 άνθρωποι εκστασιάζονται με την ερμηνεία τους όταν πέφτει η αυλαία. Αυτό το ένα ζευγάρι χεριών που λείπει είναι αυτό που βλέπουν. Δεν έχει ουδεμία ουσία αν όλοι τους αγαπούν, αν αυτός ο ένας άνθρωπος δεν είναι εκεί να εκφράσει την αγάπη του.
Κάποια φορά το είχε πει και η Μαλβίνα Κάραλη, στο «Έρωτας κι άλλες πολεμικές τέχνες»: «Χίλιοι άνθρωποι μέσα στο μπαρ κι είναι άδειο. Κανένας. Μπαίνει ο έρωτάς σου, τότε μόνο χίλιοι ένας. Οι χίλιοι απλώς κομπάρσοι.» Πιο ωραία τα λέει η Μαλβίνα, αλλά ήξερε καλά κι αυτή. Όταν λείπει το ένα, εκείνος ο ένας, όποια κι αν είναι η πράξη, το αποτέλεσμα πάντα θα έχει άθροισμα μηδέν. Δε φτάνει, δεν καλύπτει, δεν αρκεί. Είναι λίγο λιγότερο και απ΄ το ελάχιστο.
Σαν κάτι να λείπει.
Και προσπαθούν –μάταια- να καλύψουν τα κενά στη Βιταμίνη D τους, ανακαλύπτοντας ότι τα ψάρια (οι συνεργάτες), τα μανιτάρια (οι φίλοι) και τα αυγά (η οικογένεια) δεν μπορούν να ανεβάσουν τα επίπεδα ώστε να είναι και να αισθάνονται υγιείς. Μόνος σωτήρας ο ήλιος (μια σχέση, ερωτική, με όλα τα χαρακτηριστικά του «ιδανικού» που ονειρεύονται) κι αυτός, όσο κρύβεται πίσω από σύννεφα, δε γίνεται δουλειά.
Τόσα χρόνια σε αχαρτογράφητα νερά, σε αναζήτηση της αφοσίωσης, της αγάπης, της επιβεβαίωσης, της αποδοχής και του θαυμασμού και τώρα οι ίδιοι το προσφέρουν απλόχερα, αλόγιστα και χωρίς κανένα όριο ή μέτρο, μπας και κάπως καλύψουν με την προσφορά τη ζήτηση που χρόνια είναι σε έλλειψη. Αξίζει, δεν αξίζει, το ίδιο είναι. Ελπίζουν σ’ ένα σύμπαν ή μια μοίρα που θα τους το ξεπληρώσει, ή στοιχηματίζουν στην υποχρέωση του άλλου να την ανταποδώσει, να το αντισταθμίσουν κάπως. Τόσα έδωσαν, μια αποζημίωση τους χρωστά αυτή η ζωή. Όχι, λάθος. Η ζωή δεν είναι αυτή που τους το χρωστά αλλά εκείνος ο ένας άνθρωπος, από τον οποίο θέλουν όλα αυτά να τα λάβουν.
Δεν έχει λοιπόν, σ’ αυτήν την περίπτωση ουδεμία σημασία πόσοι τον αγαπούν τον αξιολάτρευτο πρωταγωνιστή μας, πόσοι τον χειροκροτούν στο τέλος της παράστασης, πόσο μπορεί να γεμίζει το θέατρο κάθε βράδυ και πόσα «μπράβο» μπορεί να ακούει. Τίποτα δε φτάνει να χορτάσει.
Μια είναι η αλήθεια και πιο πολύ πονά τους γύρω αυτή η αλήθεια, από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή. Εγώ, εσύ, ο καθένας μας, δε μετρά για τίποτα. Δεν έχουμε καμία υπόσταση, το χειροκρότημά μας δεν ακούγεται. Έχει κουφαθεί ο γλυκός μας πρωταγωνιστής από την έλλειψη χειροκροτήματος ενός και μόνου ανθρώπου. Μόνο αυτό γυρεύει, μόνο αυτό έχει σημασία, μόνο αυτό αποζητά. Φέρε εσύ πυροτεχνήματα και κροτίδες. Δε θα τα ακούει. Θα ακούει μόνο τη σιωπή. Θα βλέπει, όχι τα φώτα από τα δικά σου πυροτεχνήματα, αλλά τη άδεια θέση στο κοινό αυτού που λείπει, αυτού που τόσο χρειάζεται κι αποζητά την αποδοχή και τον θαυμασμό του.
Λείπει από αυτόν η Βιταμίνη D, devotion κι αφοσίωση, θαυμασμός κι αποδοχή, αγάπη ουσιαστική κι όχι από σένα· από τον έναν άνθρωπο, αυτόν τον ήλιο, που δεν μπορεί να φτάσει όποιο υποκατάστατο προστεθεί στο πλήθος. Κι αν τον δεις, παρά τη δική σου αγάπη, να δυσανασχετεί και να ψάχνει, απλά προσπέρασέ το. Αγάπα τον, θαύμασέ τον γιατί το έχει ανάγκη· κι εδώ πού τα λέμε, το αξίζει κιόλας. Όχι για την ίδια την παράσταση στην οποία είμαστε θεατές, όχι γιατί ήταν μια οσκαρική ερμηνεία, αλλά επειδή δεν έχει κάτι άλλο. Δεν έχει κάποιον άλλον. Δώσε εσύ τον θαυμασμό, το χειροκρότημα, την αγάπη που χρειάζεται. Από εσένα που δεν του αρκείς· καλύτερα μια σταγόνα δικής σου αγάπης, όμως, από έναν απέραντο ωκεανό τίποτα από κάποιον χωρίς όνομα, χωρίς παρουσία κι ουσιαστική υπόσταση.
Πού θα πάει, κάποια στιγμή θα το καταλάβει.