Πάντα το απεχθανόμουν όταν με ρωτούσαν από πού είμαι. Το «Είμαι Ελληνοαμερικανίδα» ξεκινά έναν καταιγισμό ερωτήσεων που έχει καταντήσει ανιαρός, λόγω έλλειψης πρωτοτυπίας. Γεννήθηκα εκεί, από μάνα Αμερικανίδα και πατέρα Έλληνα, μεγάλωσα εκεί κι επαναπατρίστηκα ένα βήμα πριν το Γυμνάσιο. Ούτε Αμερικανίδα είμαι, ούτε όμως κι Ελληνίδα είμαι απόλυτα, με λίγα λόγια.
Δε χρειάζεται κανείς να περάσει πολλή ώρα μαζί μου για να καταλάβει ότι «κάτι δεν πάει καλά με την προφορά μου». Παρ’ όλο που μετρώ σχεδόν δυο δεκαετίες στην Ελλάδα πλέον, δεν έχασα ποτέ την Αμερικάνικη προφορά μου. Αν κάτσουμε και για καμιά ώρα παραπάνω, θα με δεις να κολλάω και να ψάχνω λέξεις στα Ελληνικά ή να πετάω και μέσα στις προτάσεις μου λέξεις στα Αγγλικά.
Ίσως να φαίνεται αστείο –τι αστείο, ξεκαρδιστικό είναι μεταξύ μας, να παλεύω με τις λέξεις– αλλά πρέπει από πρώτο χέρι, να έχεις ζήσει τη σύγχυση και τον απόλυτο εκνευρισμό του να χάνεις τα λόγια σου, όχι γιατί δεν έχεις κάτι να πεις, αλλά γιατί πρέπει να λειτουργήσει ο αυτόματος μεταφραστής στον εγκέφαλό σου. Του οποίου το διακοπτάκι συχνά-πυκνά παθαίνει βραχυκύκλωμα από ένταση συναισθημάτων, ενθουσιασμού ή και άγχους, αφήνοντάς με εκεί, μαλάκα, να κεκεδίζω.
Καλώς ήρθατε κι από μας στο κόσμο των Ελληνοαμερικάνων. Να σας κεράσουμε λίγη Ελληνική ειρωνεία συνοδευμένη με Αμερικάνικο χαμόγελο της Crest;
Ναι, εμείς οι Ελληνοαμερικάνοι ξεκινάμε πολλές φορές την πρότασή μας στη μία γλώσσα και την τελειώνουμε στην άλλη, γιατί πολύ απλά έτσι μιλάμε. Και όσο και να θέλουμε να μιλήσουμε μόνο Αγγλικά ή μόνο Ελληνικά, δε μας βγαίνει το ρημάδι γιατί, πώς να το κάνουμε τώρα, είμαστε δίγλωσσοι και δε γίνεται να μην πετάξουμε κι ένα “yeah”, ένα “shit”, ένα “What?” ή ένα “God dammit” στη κουβέντα, βρε αδελφέ. Και δεν είναι από δηθενιά που το κάνουμε, ούτε για να «το παίξουμε» όπως ίσως νομίζουν οι άξεστοι και αδαείς, αλλά γιατί είναι φύσει αδύνατο να μιλήσουμε διαφορετικά.
Και ναι ρε φίλε, μια χαρά σε κατάλαβα. Αμερικανίδα είμαι ματάκια μου γλυκά, όχι ηλίθια. Ποτέ μου δεν μπόρεσα να χωνέψω το γιατί, στα μάτια των Ελλήνων, αυτό είναι και συνυφασμένο με την χαζομάρα. Ή, αν προτιμάτε, την αγαθοσύνη. Οι υπόγειες προσβολές δίνουν και παίρνουν υπό την ψευδαίσθηση του ότι δε θα «το πιάσω». Το ότι δε σου απαντώ αμέσως στην πατάτα που πετάς δεν είναι επειδή δεν την κατάλαβα, είναι επειδή εμείς στο Αμέρικα μάθαμε τρόπους –στο Ελληνικό σχολείο, από Έλληνες παλαιάς σχολής, με πληθυντικό ευγενείας και σεβασμό στον απέναντί μας, άσχετα με την ηλικία, τη μόρφωση ή το background του.
Να ’ναι καλά ο κύριος Δημήτρης που και το τσουλούφι μας τράβαγε, και το αυτί, και πήγαινε η «Προσοχή!» σύννεφο όταν έμπαινε στην τάξη. Που εδώ στην Ελλαδίτσα, την πρώτη μου μέρα στο σχολείο, όταν σηκώθηκα όρθια σε θέση προσοχής αφού μπήκε στην αίθουσα ο Διευθυντής, ξεκαρδίστηκε ακόμα και ο καθηγητής της ώρας στα γέλια.
Έζησα όλο το μεγαλείο του culture shock, μιας και με άλλη ιδέα μεγάλωσα για τον τόπο μου κι ενώ πάντα ένιωθα Ελληνίδα, εδώ από την πρώτη στιγμή με αντιμετώπισαν οι ίδιοι οι «δικοί μου» ως ξένη.
Έπρεπε να έρθω εδώ για να δω πόσο οι ίδιοι οι Έλληνες της Ελλάδας υποτιμούν και θεωρούν δεδομένο αυτό το μεγαλείο. Έπρεπε να ζήσω εδώ για να δω ότι οι αξίες που κρατάγαμε εκεί ως ιερό και φυλαχτό έχουν ποδοπατηθεί και έχουν γίνει ένα με το χώμα. Το «Αμερικανάκι» ήξερε καλύτερα την ελληνική ιστορία, κάθε λέξη του Εθνικού μας Ύμνου κι αισθανόταν δέος μπροστά σε έναν πολιτισμό που κάποτε υπήρχε μα πλέον έχει ξεπέσει γιατί εμείς οι ίδιοι δεν τον εκτιμούμε. Ναι, τους μάθαμε πολιτισμό και δημοκρατία τι θα πει, αλλά κάπου στην πορεία τα χάσαμε εμείς ως Έλληνες της πατρίδας. Αυτοί είμαστε.
Έχω αντιμετωπίσει κάθε είδους γελοιότητα με το που λέω ότι είμαι Ελληνοαμερικανίδα, από αυτό το κλισέ «Αχ, πες μου κάτι στα Αγγλικά!» -πληροφοριακά η απάντησή μου είναι “Oh, say something in Greek!”, το πιο επίκαιρο «Μα καλά, τι κάνεις εδώ; Γιατί δε γυρνάς πίσω να κάνεις ζωάρα;» λες και στην Αμερική τρέχουν από τα συντριβάνια δολάρια, μέχρι και το τραγικό παραλήρημα “yo, yo, yo, man!”. Έλεος guys, η Αμερική δεν ισούται αυτομάτως και με hip hop, gangsters και Hollywood!
Εμείς οι Greek-Americans (γιατί και αγγλιστί πρώτα μπαίνει το «Έλληνας» και μετά το «Αμερικάνος») που ζούμε εδώ, ψoφάμε να δούμε χιονισμένα Χριστούγεννα, να φάμε ένα Burger και ένα Cheesecake της προκοπής. Αυτοί που μένουν εκεί, από την άλλη, δουλεύουν 11 μήνες το χρόνο να πάρουν την σκασμένη την άδειά τους και να έρθουν πατρίδα για θάλασσα, μπουζούκια και πίτες με το πιο βρομερό τζατζίκι που υπάρχει.
The grass is always greener on the other side λένε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Με λίγα λόγια, πάντα θα μας φαίνεται πιο γλυκό αυτό που δεν έχουμε. Και ίσως και να’ναι έτσι.
Εκεί ήμουν «η Ελληνίδα» και είχα να αντιμετωπίσω τα σχολιάκια περί μουσακά, Συρτάκι και τον Ζορμπά. Έτρωγα στην μάπα χιόνια όλο το χειμώνα ντυμένη καθημερινά λες και φορούσα υπνόσακο πάνω από τα ρούχα μου, με την ελπίδα να σκάσει είδηση ότι το καλοκαίρι οι γονείς κανόνισαν διακοπές στην Ελλάδα. Γιατί μετά, μαγκάκι, πήγαινα στο σχολείο και πούλαγα μούρη ότι θα πάω Ελλάδα το καλοκαίρι. Και όταν γυρνούσα, αραπάκι και ξανθισμένη από τον ήλιο και τη θάλασσα, με κοίταγαν όλοι σκασμένοι απ’ τη ζήλια μες στην ασπρίλα τους.
Εδώ –αχ, πατρίδα μου κατακαημένη!– ήμουν, είμαι και πάντα θα είμαι το Αμερικανάκι. Παρ’ όλο που έχω μια χαρά ελληνικότατο όνομα (που εκεί το πρόφεραν λες και πνίγονταν σε κάνα κόκκαλο) παρόλο που έχω τελειώσει ελληνικό πανεπιστήμιο, παρ’ όλο που μετανάστευσα από μια άλλη ήπειρο και στην τελική είμαι ακόμα εδώ από επιλογή μου, παρά τις δυσκολίες που κάνουν άλλους να φεύγουν, γιατί το αγαπάω αυτό το χώμα που πατώ ρε γαμώτο. Και αν μένω και παλεύω, είναι που έχω ακόμα πίστη στην Ελληνική ψυχή, που υπάρχει κάπου βαθιά μέσα μας κι ας μας τη θάψανε κάτω από 100 τόνους σκατά.
Ι got the best of both worlds που λένε κι εκεί. Κρατάω τα καλύτερα κομμάτια και από τους δύο κόσμους και προχωρώ στη ζωή έτσι. Η Αμερική μου έδωσε μια γλώσσα παγκόσμιας εμβέλειας, γνώσεις και νοοτροπία που μου έλυσαν τα χέρια και μου άνοιξαν πόρτες στη ζωή –κι εξακολουθούν καθημερινά να το κάνουν. Η Ελλάδα μου έδωσε ψυχή, καρδιά και χαρακτήρα. Βάλ’τε τα στη ζυγαριά να μου πείτε ποιο είναι πιο βαρύ. Εν τέλει, τι είμαι ρε παιδιά; Αμερικανίδα ή Ελληνίδα;
Όσο και να θες, όσο και να προσπαθείς να το αποτινάξεις, μια ζωή, όπου και να είσαι, θα είσαι για όλους τους άλλους ξένος. Θα είσαι διχασμένος ανάμεσα σε δύο γλώσσες, σε δύο χώρες, σε δύο πολιτισμούς. Θα ζεις έχοντας μόνιμα την αμυδρή αίσθηση ότι δεν ανήκεις, ότι η μισή ψυχή σου είναι σε ένα μέρος μακρινό. Και έτσι είναι. Γιατί γεννήθηκες εκεί, αλλά ζεις εδώ. Γιατί πρώτα έμαθες τη μία γλώσσα, μετά την άλλη. Γιατί από παιδί προσπαθούσες να δώσεις στον εαυτό σου μια και μόνο ταυτότητα, να απομονώσεις το ένα σου κομμάτι, για να μπορέσεις να ανήκεις κάπου.
Πράγμα αδύνατον, γιατί ακριβώς σ’ αυτή την «διπλή πτυχή» έγκειται η ταυτότητά σου. Ναι, η διαφορετικότητα σου ανήκει, τσάμπα η προσπάθεια να καταργήσεις μια από τις δύο πλευρές. Τhe best of both worlds.
H Nικολέττα Βασιλοπούλου είναι καθηγήτρια Αγγλικής φιλολογίας και αρχισυντάκτρια του pillowfights.co.uk