Πάντα είχα την τάση ως άνθρωπος να εναποθέτω τις ελπίδες μου σε ψευδαισθήσεις. Σε ανθρώπους και συναισθήματα που, τελικά, δε μου προσέφεραν αυτά που τόσο απεγνωσμένα ήθελα να ζήσω και να νιώσω. Δε με γέμισαν ζωντάνια με την παρουσία τους στη ζωή μου κι η απουσία τους άφησε πίσω της ένα κενό που ίσως δεν καταφέρω ποτέ να γεμίσω. Ήρθε η αναπόφευκτη στιγμή που έγινε το «για πάντα» μου μια πικρή ανάμνηση κι οι επιθυμίες μου ένα παιδιάστικο αστείο. Γιατί δεν τα εκτίμησες ποτέ.
Άρχισες ν’ απομακρύνεσαι απ’ τα θεμέλια της ζωής που προσπαθούσαμε να χτίσουμε μαζί, χωρίς ν’ αφήσεις πίσω σου στοιχεία που να μπορούσαν ν’ απαντήσουν στο μεγάλο «γιατί». Σε μια στιγμή, κατάφερες να γκρεμίσεις κόπους μιας ολόκληρης ζωής, αφήνοντας πίσω σου ερείπια. Δεν έμεινε τίποτα όρθιο για να μπορέσεις να θαυμάσεις στην επιστροφή σου. Τίποτα για να σου θυμίζει αυτά που θα μπορούσαμε να έχουμε ζήσει. Άρχισες να ξεγλιστράς μέσα απ’ τα χέρια μου χωρίς προειδοποίηση, χωρίς πισωγυρίσματα, κλάματα κι αποχαιρετισμούς.
Κι έμεινε στο παρελθόν μια ευτυχία που σχεδόν μας άνηκε, μια δίψα για ζωή που θα μπορούσε να φωτίσει το μέλλον μας. Κατέρρευσαν τα φαινομενικά γερά θεμέλια ενός έρωτα που τελικά απομυθοποιήσαμε, γιατί έσβησε πριν καν προλάβει ν’ αποδείξει την αξία του. Του γυρίσαμε την πλάτη βασισμένοι σε όλα αυτά που μας απογοήτευσαν.
Δε σκεφτήκαμε ποτέ, βλέπεις, να κρατήσουμε τα σημαντικά, όσο μικρά κι αν μας φαίνονταν όταν τα ζούσαμε. Να φυλάξουμε σαν τον πιο πολύτιμο θησαυρό τις αναμνήσεις που ξεχώριζαν, τις στιγμές που δεν κατάφερε ν’ αλλοιώσει ο χρόνος και που θα θυσιάζαμε τα πάντα για να ξαναζήσουμε. Έστω και για λίγο.
Άρχισε να τρεμοσβήνει το πάθος που μπορούσα τόσο εύκολα να διακρίνω στα μάτια σου, άρχισε να φθείρεται το χαμόγελό σου. Κι άρχισες να ξεστομίζεις ψέματα για να καλύψεις αλήθειες που θα ‘πρεπε να ‘χες πρώτα παραδεχθεί στον εαυτό σου. Ίσως για να ξεγελάσεις και τους δυο γιατί πολύ απλά δεν ήσουν έτοιμος να τους δώσεις πνοή με τη φωνή σου. Να τις μετατρέψεις στο χειρότερο εφιάλτη σου. Κι έτσι, κάναμε μια τρύπα στο νερό.
Αντικαταστήσαμε την ειλικρίνεια με μια απογοήτευση που μου καίει τα σωθικά. Προδώσαμε τον έρωτα για μια γεύση ελευθερίας, χωρίς να συνειδητοποιήσουμε πως είναι συνώνυμό του. Θυσιάσαμε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε για μια μιζέρια που δε θα διώξουμε εύκολα απ’ τις ζωές μας. Και κάνουμε κύκλους στο λαβύρινθο του μυαλού μας, προσπαθώντας μάταια ν’ αποκαταστήσουμε όλα αυτά που κατάφεραν να μας ξεφύγουν, γιατί το επιτρέψαμε. Δεν υπάρχει, όμως, γυρισμός ούτε δεύτερες ευκαιρίες που αρνούνται να μας ξελασπώσουν.
Γιατί, στην τελική, έπρεπε να ‘χα ήδη φύγει. Μακριά απ’ τα όνειρα που έμειναν μισά και δε θα πραγματοποιήσουν ποτέ τις ξεχασμένες επιθυμίες μου. Μακριά από κάτι σκορπισμένες ελπίδες, που αποχωρίστηκαν τα φτερά τους πριν καν προλάβουν να πετάξουν και περιπλανιούνται απεγνωσμένα στους δρόμους ψάχνοντας καταφύγιο. Ψάχνοντας τη μορφή σου που άρχισε να ξεθωριάζει πριν καν προλάβει να γίνει ολόδική μου.
Έπρεπε να ‘χα προστατέψει τον εαυτό μου απ’ τις συνέπειες των πράξεών σου, πριν καν τις εφαρμόσεις. Βάλτωσα, όμως, στην ιδέα του τι θα μπορούσαμε να έχουμε. Εθίστηκα σ’ αυτό το «μαζί» που δε υπήρξε ποτέ και στο τι θα μπορούσε να μου προσφέρει. Συμβιβάστηκα μ’ έναν έρωτα ανύπαρκτο, γιατί ήθελα απεγνωσμένα να τον ζήσω, έστω κι αν τα κομμάτια του δεν ταίριαζαν με τα δικά μου. Γι’ αυτό, δέχομαι με μεγάλη χαρά τις ευθύνες που εναποθέτω η ίδια στον εαυτό μου και δε ζητάω εξηγήσεις γι’ αυτές που εναποθέτω σ’ εσένα.
Διάλεξες το λάθος μονοπάτι για να ξεφύγεις απ’ το σωστό κι εγώ το επέτρεψα. Ανέχτηκα τα πάντα κι εσύ δε μου προσέφερες τίποτα. Θυσίασα ό,τι είχα και δεν είχα χωρίς αντάλλαγμα, για μια φαντασίωση που πίστευα πως χρειαζόμουν για να πραγματοποιήσω τα όνειρά μου. Σκόρπισα χωρίς δεύτερη σκέψη τα συναισθήματά μου, για έναν έρωτα που αποδείχθηκε ουτοπικός, που δεν μπορούσε τελικά να μου προσφέρει αυτά που απεγνωσμένα ήθελα να ζήσω.
Θα ‘πρεπε να’ χα σεβαστεί τον εαυτό μου και την αξιοπρέπειά μου. Θα ‘πρεπε να ‘χα ήδη φύγει, λοιπόν, για μένα και για την ευτυχία μου, πριν προλάβεις να τα σκορπίσεις σαν σταγόνες στον απέραντο ωκεανό του εγωισμού σου.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη