Η αγάπη έχει τη μυρωδιά ονείρου που έχει επιτέλους αρχίσει να μετατρέπεται σε μια πραγματικότητα που ξεφεύγει απ’ τα τετριμμένα κι αρνείται να βαλτώσει στη μιζέρια τους, γι’ αυτό κι έχει καταφέρει να αποτυπωθεί στο στέκι που συχνάζει κάθε ζευγάρι. Αυτό το μπαράκι που έχει ταιριάξει με την αύρα τους κι έχει πάρει πλέον τ’ όνομά τους, γιατί έχει γραφτεί στους πολύχρωμους τοίχους του η ιστορία ενός έρωτα που μπορεί να είχε τα σκαμπανεβάσματά του, αλλά δεν έπαψε να υπάρχει.

Θεμελιώθηκε στην απεραντοσύνη του χρόνου γιατί κατάφερε να ξεφύγει απ’ τα προκαθορισμένα μονοπάτια του και να δημιουργήσει τα δικά του. Καθιερώθηκε ως ένα ταξίδι μοναδικό, που ταιριάζει γάντι στους τολμηρούς και πηγάζει απ’ την ανεπαίσθητη ανάγκη τους να ζήσουν κάτι περισσότερο.

Το μπαράκι που έχει καθορίσει κάθε ανάμνηση του παρελθόντος, κάθε στιγμή του παρόντος και κάθε βήμα του μέλλοντος. Έχει γίνει σήμα κατατεθέν ενός ζευγαριού που κατάφερε να το μετατρέψει στην αφετηρία μιας ιστορίας που ξεκίνησε απ’ το τέλος και για να φτάσει την πολυπόθητη ευτυχία, δεν ακολούθησε τη φυσική ροή των πραγμάτων.

Κρυμμένο σ’ εκείνο το γραφικό σοκάκι που ανακάλυψαν τυχαία τη νύχτα του πρώτου τους ραντεβού, σ’ εκείνη τη γραφική γειτονιά που έδωσε πνοή στα πιο κρυφά όνειρά τους. Μια βραδιά που βρήκε τα σώματά τους αγκαλιασμένα κάτω απ’ το φως του φεγγαριού και τα χείλη τους κλειδωμένα σ’ έναν αισθησιακό χορό έξω απ’ το χιλιοπερπατημένο κατώφλι του.

Κι αφού πέρασαν οι άβολες συζητήσεις και μετατράπηκε η νύχτα σ’ ένα ταξίδι χωρίς γυρισμό, η συνέχεια της ιστορίας τους περίμενε υπομονετικά να ξετυλιχθεί με τον πιο απρόβλεπτο τρόπο. Σ’ αυτό το μπαράκι, λοιπόν, που καθόρισε τη ροή της, ακόμη κι αν άργησαν να το συνειδητοποιήσουν, τους έμαθαν μετά από καιρό με τ’ όνομά τους.

Τα ‘χαν χαράξει βλέπεις, στο τραπέζι τους.  Εκείνο το παλιό, ξύλινο τραπεζάκι στη γωνία, που με το πέρασμα του χρόνου γινόταν όλο και πιο πολύτιμο, όπως κι ο έρωτάς τους. Που ήταν μάρτυρας των τρυφερών στιγμών που μοιράστηκαν και τους ένωσαν, των συγκρούσεων που τους χώρισαν και, τελικά, ανανέωσαν την αγάπη τους. Ήξεραν πως, ό,τι κι αν γινόταν μεταξύ τους, θα τους περίμενε εκεί, αναλλοίωτο αλλά ταυτόχρονα και διαφορετικό. Όπως άλλωστε κι αυτοί.

Κι όταν ο ένας περνούσε την ξύλινη πόρτα αυτού του μπαρ που έγινε δεύτερο σπίτι τους χωρίς τον άλλο, όλοι απορούσαν πώς κι άντεξαν να περάσουν τόσες ώρες χώρια. Αναρωτιούνταν αν, τελικά, αυτά που τους χώριζαν έγιναν περισσότερα απ’ αυτά που τόσο καιρό τους ένωναν κι αποφάσισαν να δώσουν ένα τέλος σ’ ένα ταξίδι που ρίσκαραν τα πάντα για να ζήσουν.

Κι όταν τους έβλεπαν μαζί, μετά από καιρό, χειροκροτούσαν την αγάπη τους με μια χαρά που έκρυβε την ελπίδα να ζήσουν κι εκείνοι μια ιστορία που να τους μοιάζει. Και κάθε φορά που έπαιζε το τραγούδι τους, όλοι γυρνούσαν το κεφάλι κι έπιναν στην υγειά τους.  Έγινε η αλήθεια τους παράδειγμα για όλους αυτούς που δεν τολμούσαν να ζήσουν τη δική τους. Ακόμη κι αν οι φουρτούνες της ζωής τους έπαιρναν πού και πού από κάτω, ο χρόνος αποδείχθηκε πιστός σύμμαχος τους. Είχε την ικανότητα να ηρεμεί τα καταγάλανα νερά μιας θάλασσας που κατάφερε, τελικά, να πνίξει τους ενδοιασμούς τους και να κρατήσει στην επιφάνεια τις επιθυμίες τους.

Αυτό το μπαράκι, λοιπόν, ξύπνησε μέσα τους συναισθήματα ανομολόγητα, που μετατράπηκαν στις ομορφότερες εξομολογήσεις. Έζησαν εμπειρίες πρωτόγνωρες κι έγραψαν με ανεξίτηλο μαρκαδόρο την ιστορία τους, στα λίγα τετραγωνικά που φάνταζαν αμέτρητα, περιτριγυρισμένοι από άγνωστους ανθρώπους που τους αγκάλιασαν κι έγιναν τελικά κάτι παραπάνω από γνωστοί, μέσα από μια σχέση που είχε τα πάνω και τα κάτω της, σαν τη φλόγα του κεριού που τρεμοπαίζει στο τραπεζάκι τους.

Παίζει η αγαπημένη τους μπαλάντα και σχεδόν όλοι περιμένουν εκείνο το φιλί, που μοιάζει ακόμα με το πρώτο και σίγουρα όχι με το τελευταίο!

 

Συντάκτης: Έλενα Γεωργίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη