Η αυθεντικότητα που αποπνέει αλλά κι η εκκεντρική φύση των χαρακτήρων της –που δε διαφέρει και πολύ απ’ τις δικές μας περίεργες πτυχές– έχει καθιερώσει το «Κωνσταντίνου και Ελένης» ως μία απ’ τις καλύτερες σειρές των τελευταίων εποχών.
Ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα που μοιάζει να ταιριάζει σ’ αυτό που ονομάζουμε «συνήθεια που έγινε λατρεία», αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας, που μάλλον δε θα χορτάσουμε ποτέ να το βλέπουμε σ’ επανάληψη, γιατί μας εκφράζει απόλυτα με τον χιουμοριστικό τρόπο που παρουσιάζει τις προκλήσεις της πραγματικότητας. Έχει καταφέρει να κερδίσει τις καρδιές μας με την αισιοδοξία και την καυστικότητα που αντιμετωπίζει τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα μιας κοινωνίας του παρελθόντος, που εξιστορεί με ακρίβεια τα γεγονότα του μέλλοντος.
Η απλότητα των σκηνικών της σε συνδυασμό με το περίπλοκο σενάριό της την ξεχωρίζει απ’ τις υπόλοιπες, αφού ξεφεύγει απ’ τη ρουτίνα της πραγματικότητας, εξιστορώντας τη με τον καλύτερο τρόπο. Γι’ αυτό και δύο δεκαετίες μετά την πρώτη προβολή της, ταυτιζόμαστε ακόμη με ό,τι συμβαίνει σε κάθε επεισόδιο, κάθε φορά που το βλέπουμε στις οθόνες μας. Γεγονός που αποδεικνύει την αξιοθαύμαστη διαχρονικότητα του «Κωνσταντίνου και Ελένης» και την ικανότητά του να μας εκπλήσσει με την πρωτοτυπία του, ακόμη και σήμερα. Βρίσκεται έτσι στην κορυφή των προτιμήσεών μας κι αποτελεί ένα απ’ τα ελάχιστα προγράμματα που αγκαλιάστηκαν απ’ την πρώτη στιγμή κι εξακολουθούν, χρόνια μετά, να κάνουν επιτυχία.
Ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή, λοιπόν, στην απίθανη περίπτωση που δεν έχει τύχει να διασταυρωθούν οι δρόμοι σου με τις περιπέτειες του Κωνσταντίνου και της Ελένης αλλά και της λοιπής παρέας τους. Δύο χειρόγραφες διαθήκες φέρνουν το χάος στις ζωές των πρωταγωνιστών κι ανατρέπουν τα δεδομένα τους, αφού ορίζουν και τους δύο ως κληρονόμους ενός νεοκλασικού αρχοντικού, που βρίσκεται στο Μαρούσι.
Έτσι, γινόμαστε μάρτυρες της ιδιοσυγκρασίας δύο εντελώς διαφορετικών ανθρώπων που αναγκάζονται να συγκατοικήσουν, γιατί διεκδικούν την ίδια περιουσία. Μέσα απ’ την πολύπλοκη φύση της σχέσης τους, ξεδιπλώνεται μια ιστορία τρέλας και λογικής, αγάπης και μίσους, έρωτα και πάθους, μέσα απ’ τους έξι κεντρικούς πρωταγωνιστές και τις εξίσου ιδιαίτερες προσωπικότητές τους.
Ο ρόλος του Κωνσταντίνου Κατακουζηνού, που όχι μόνο υποδύθηκε αλλά και δημιούργησε ένας απ’ τους πιο αναγνωρισμένους ηθοποιούς και σεναριογράφους της γενιάς του, ο Χάρης Ρώμας, έχει μείνει στην ιστορία ως ο εκκεντρικός και συντηρητικός «Κατακουζήνας» που όλοι αγαπήσαμε. Εσωστρεφής και πικρόχολος, με διαφόρων λογιών κουσούρια, εκνευριστικά αξιαγάπητος, έρχεται σε συνεχείς αντιπαραθέσεις με την κοινωνική, χαλαρή και κάπως φασαριόζικη Ελένη Βλαχάκη, που ενσάρκωσε η εξίσου δημοφιλής κι αγαπημένη ηθοποιός, Ελένη Ράντου. Μέσα απ’ τις διαφωνίες τους ξεδιπλώνεται ένα μεγάλο φάσμα τραγελαφικών γεγονότων, που προκαλούν χαχανητά αλλά και συγκινήσεις.
Ακόμη και σήμερα, τα κωμικά σκαμπανεβάσματα που ανέδειξαν τον Κωνσταντίνο και την Ελένη αποτελούν μια σταθερή επιλογή του τηλεοπτικού προγράμματος, κυρίως τις μεσημβρινές ώρες. Η σειρά κατέχει μία απ’ τις υψηλότερες θέσεις προβολής στην ελληνική τηλεόραση, αφού δεν έχει σταματήσει ποτέ να παίζεται σ’ επανάληψη. Δεν έχει πάψει να ελκύει το κοινό και να εκτονώνει με τα γέλια που προκαλεί τις εντάσεις της καθημερινότητας.
Δεν υπάρχει περίπτωση, λοιπόν, να πάρει τ’ αφτί σου το τραγούδι τίτλων του «Κωνσταντίνου και Ελένης» και να μη διεκδικήσεις μια βολική θέση στον καναπέ απέναντι απ’ την τηλεόραση, απολαμβάνοντας ίσως παράλληλα και το μεσημεριανό σου. Η συντηρητική και κάπως ψυχρή ιδιοσυγκρασία του υποχόνδριου Κωνσταντίνου, σε αντίθεση με το εκρηκτικό ταμπεραμέντο της εξωστρεφούς Ελένης, που έχει μείνει στην ιστορία ως «η χαρά της ζωής» δημιούργησαν τα θεμέλια για ένα αξέχαστο διασκεδαστικό ταξίδι που δε θα χορτάσουμε ποτέ να ακολουθούμε.
Άξιοι αναφοράς φυσικά είναι κι οι υπόλοιποι ρόλοι που άφησαν ιστορία με τις ατάκες τους, τις οποίες εντάξαμε στα inside jokes μας με φίλους και συχνά-πυκνά επαναλαμβάνουμε, αφού δε θα ξεκολλήσουν ποτέ απ’ το μυαλό μας. Η κολλητή της Ελένης, Πέγκυ, γνωστή και σαν «γκαρσόνα β’» κι «ατάλαντη θεατρίνα» που κυνηγάει –χωρίς επιτυχία– τον ένα θεατρικό ρόλο μετά τον άλλο, ο κολλητός του Κωνσταντίνου, Μάνθος, άλλος «Καζανόβας» κι «ερωτύλος» για προφανείς λόγους, η Ματίνα, το «ταπεινό χαμομηλάκι» που σε κάθε επεισόδιο προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει γαμπρό κι ο μπαρτέντερ, «οινοχόος» και «μηχανόβιος» Νικόλας.
Πέρα απ’ τον ξεκάθαρα κωμικό χαρακτήρα του, όμως, καταφέρνει έμμεσα να προβληματίζει και να προβάλλει το διαφορετικό τόσο γοητευτικά. Σατιρίζει με μεγάλη επιτυχία τις κοινωνικές νόρμες, που επικρατούν (δυστυχώς) ακόμη και σήμερα, ενώ παρουσιάζει με μεγάλη επιτυχία στερεότυπα που δε θα ‘πρεπε καν να υπάρχουν, με τρόπο πλάγιο αλλά άκρως αποτελεσματικό.
Για τις ατάκες, λοιπόν, την οικειότητα που μας προκαλούν πια οι συγκεκριμένοι ρόλοι, για τις μικρές στιγμές ταύτισης, τις ξεχωριστές guest εμφανίσεις και τις απολαυστικές υπερβολές, για τη χαλάρωση, τα γέλια και τη μεσημεριανή πια παράδοση, μάλλον θα συνεχίσουμε να το βλέπουμε για πολλά χρόνια ακόμα -κι ας ξέρουμε απ’ έξω κι ανακατωτά την αμέσως επόμενη ατάκα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη