Και τι γίνεται τελικά όταν βυθίζεσαι στον έρωτα, στο πάθος, στο παράνομο, στο μυστηριώδες; Όταν χάνεις το μυαλό σου, τη συνείδησή σου, την ηθική σου, τον εαυτό σου τον ίδιο. Όταν το απαγορευμένο σε κυριεύει, γίνεται κομμάτι σου, σε ξυπνάει από το λήθαργό σου και δεν μπορείς να το κυριεύσεις γιατί αυτό σε οδηγεί όπου θέλει, μέχρι να σε καταστρέψει και να σε κάνει χίλια κομμάτια. Γιατί ποτέ έως τώρα στα παραμύθια δε νίκησε ο «κακός λύκος». Πάντα νικάει το ήρεμο, το βέβαιο, το ασφαλές.
Πόσο δύσκολο είναι να αρνηθείς τον αναπάντεχο έρωτα που έρχεται και εισβάλλει στο μυαλό σου, το πάθος που τιθασεύει το κορμί σου, τη χημεία που ηλεκτρίζει τα σώματα, τις ματιές και τα χαμόγελα που δημιουργούν αδρεναλίνη; Και πόσο πιο δύσκολο είναι όταν πρέπει να διαχειριστείς όλο αυτό το χείμαρρο που έρχεται κατά πάνω σου, τη στιγμή που είσαι ήδη σε μία σχέση, σε μία ασφαλή, ήρεμη και γεμάτη αγάπη σχέση; Δεν υπάρχει απάντηση, γιατί δεν υπάρχει καμία καρδιά που να μπορεί να διαχειριστεί αυτή τη φωτιά και κανένα μυαλό που να μπορεί να σβήσει τη φλόγα. Απλά μαθηματικά, ξεφεύγεις, ενδίδεις, καίγεσαι.
Έρχεται λοιπόν στα καλά καθούμενα αυτός ο νέος έρωτας, από εκεί που δεν το περιμένεις, έτσι απλά για να σου ταράξει τη ζωή, για να σε αναστατώσει. Μπαίνει στη σκέψη σου, στα όνειρα σου. Και όσο τον διώχνεις, τόσο επανέρχεται δριμύτερος. Και όσο προσπαθείς να μην το σκέφτεσαι, τόσο σε υποτάσσει. Και ένα βράδυ μετά από πολλά «όχι», μετά από πολλά «δεν πρέπει», μετά από άπειρες τύψεις και μετά από πολλά ποτήρια κρασί, καταλήγετε στο ίδιο κρεβάτι, να μοιράζεστε το απόλυτο, το ιδανικό, να κουμπώνουν τα κορμιά και η λογική να πέφτει για ύπνο.
Μία απίστευτη πάλη βρίσκεται σε εξέλιξη, δεν μπορεί κανείς να απαρνηθεί μία σχέση χτισμένη με αγάπη και υπομονή για κάτι που δεν έχει μέλλον, για κάτι που δεν άρχισε καλά-καλά, για κάτι που με μαθηματική ακρίβεια θα τελειώσει άδοξα. Και είναι απίστευτες οι εναλλαγές της καρδιάς και του μυαλού, μία μόνιμη μάχη που πάντα νικάει το λάθος.
Στην πραγματικότητα ποτέ δε θα θες τον απαγορευμένο έρωτα για σύντροφό σου, ποτέ δε θα θες να δείξεις τον πραγματικό εαυτό σου, δε θες να νιώθεις ευάλωτη μπροστά του, θες να νιώθεις παντοδύναμη και άτρωτη. Ποτέ δε θα καταφέρεις να είσαι μαζί του και το γνωρίζεις και αυτό είναι η γοητεία του παιχνιδιού. Είσαι εδώ, μαζί του, μοιράζεσαι στιγμές, αλλά δε νιώθεις την ανάγκη να σε αγαπήσει, να σε λατρέψει, δε νιώθεις την ανάγκη να τον έχεις δίπλα σου κάθε δευτερόλεπτο.
Επιζητάς τη μοναξιά σου μετά από κάθε έντονο λεπτό μαζί του, θες την ησυχία σου για να ζήσεις ξανά και ξανά στο μυαλό σου κάθε στιγμή που περάσατε μαζί. Και περνάνε οι μέρες, οι ώρες, τα λεπτά και εσύ ζεις για την επόμενη βραδιά που θα συναντήσεις αυτόν τον άνθρωπο, όποτε και αν είναι αυτή, όσα ψέματα και αν αραδιάσεις ακόμα και στον ίδιο σου τον εαυτό, ζεις για εκείνο το λεπτό που θα τον δεις, που θα ξεχάσεις οτιδήποτε άλλο και θα αφεθείς στα χέρια του.
Όμως δε θες να τον δεις να υποκύπτει, δε θες να τον δεις να σε παρακαλάει, να ζητιανεύει την αγάπη σου. Τον θες κάπου μακριά, κάπου που δεν μπορείς να τον πλησιάσεις, σε ένα ψηλό βάθρο που δε φαίνονται τα ελαττώματά του, οι αδυναμίες του και τα πάθη του. Φαίνονται μόνο τα μάτια του, το χαμόγελο του, η γοητεία του και εσύ είσαι έτοιμος να δοθείς σ’ αυτόν τον άνθρωπο το επόμενο δευτερόλεπτο, αρκεί να ξέρεις πως θα φύγει και πως θα επιστρέψει πάλι για λίγες στιγμές, αλλά ποτέ για πάντα.
Και κάπως έτσι καίγεσαι σε αυτό το αμαρτωλό παιχνίδι, κάπως έτσι ποδοπατάς τον άνθρωπο που στέκεται δίπλα σου, κάπως έτσι περνάει ο καιρός και εμμένεις σε αυτήν την αρρωστημένη κατάσταση, μέχρι που γίνεσαι στάχτη και επανέρχεσαι στην πραγματικότητά. Και όλη αυτή η τρέλα, όλη αυτή η παράνοια τελικά μένει ένα όμορφο όνειρο που το κλείνεις σε ένα συρτάρι του μυαλού σου.
Μένεις με τον άνθρωπο που ήσουν, άλλοτε από αγάπη, άλλοτε από ανασφάλεια, άλλοτε από τύψεις, συνεχίζεις μαζί του και κάποιες νύχτες πίνοντας ένα ποτήρι κρασί στο μπαλκόνι, νιώθεις το αεράκι να σε αγκαλιάζει και να σου θυμίζει όλες εκείνες τις νύχτες που μοιραστήκατε μέχρι το ξημέρωμα.
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή