Όσο παράξενο κι αν ακούγεται, υπάρχει μια κατηγορία ανθρώπων που βρίσκεται ανάμεσα μας κι ίσως ανήκουμε κι εμείς ανάμεσά της. Διστάζουμε, όμως, να το παραδεχθούμε, ή απλώς δεν το έχουμε ακόμα καταλάβει. Είναι αυτοί που αντιμετωπίζουν με φόβο το κλικ του φακού κι αισθάνονται σαν απειλή τη λάμψη που αντανακλά το φλας στα μάτια τους.
Είναι αυτοί που στις καθιερωμένες ετήσιες σχολικές φωτογραφίες έτρεχαν πίσω-πίσω, μπας και γλυτώσουν και καταφέρουν να βγουν λίγο έξω απ’ το κάδρο. Είναι οι ίδιοι που όταν προτείνουμε να βγάλουμε σέλφι με την παρέα προθυμοποιούνται να θυσιαστούν, να μας τραβήξουν εκείνοι μία για να βγούμε όλοι καλύτερα ή έστω παρακαλούν ο φωτογράφος να τυγχάνει να ‘χει μικρά χέρια, ώστε να καταφέρουν να κρυφτούν πίσω και να μη χωρέσουν, τελικά στη φωτογραφία.
Είναι αυτοί που μετά από νάζια κι εκβιασμούς, με το ζόρι, θα μας κάνουν τη χάρη να βγουν μία αναμνηστική φωτογραφία μαζί μας, αλλά μόνο υπό όρους και προϋποθέσεις. Θα βγάλουμε χίλιες φωτογραφίες ακίνητοι σαν μούμιες, κι αν και θα ‘ναι σε όλες ίδιοι, θα τις επεξεργαστούν με σχολαστικότητα και θα καταλήξουν να επιλέξουν αυτή τη μία που, κατά τη γνώμη τους, φαίνονται λίγο καλύτερα -κι ας είμαστε όλοι οι υπόλοιποι με κλειστά μάτια ή με περίεργες γκριμάτσες.
Παρ’ όλα αυτά, τους ανεχόμαστε, τους αγαπάμε κι αποτελούν το πρώτο άτομο που εν τέλει θέλουμε να υπάρχει μέσα στη φωτογραφία μας. Φυσικά, δημιουργεί ερωτηματικά από πού προκύπτει αυτή η άρνησή τους να σταθούν μπροστά στο φακό κι, αν όχι να ποζάρουν, απλά να δώσουν το καλύτερο χαμόγελό τους. Για τον καθένα ίσως κρύβει κάτι διαφορετικό αυτή η ανεξήγητη για εμάς, τα κατά φαντασία μοντέλα, συμπεριφορά. Σίγουρα, όμως, για όλους κάτι σημαίνει. Κανείς δεν επέλεξε να κρυφτεί για πλάκα.
Το υποσυνείδητο μίλησε κι εκείνοι υπάκουσαν. Συνήθως όλη αυτή η συμπεριφορά πηγάζει απ’ την ανασφάλειά τους. Για τη γενικότερη εμφάνισή τους, για συγκεκριμένα σημεία του σώματος και του προσώπου τους που μισούν. Έλλειψη αυτοπεποίθησης και δυναμισμού. Ίσως σ’ άλλους τομείς της καθημερινότητάς τους να ‘χουν κρύψει καλά όλες αυτές τις αμφιβολίες για την εικόνα τους κάπου στο βάθος του μυαλού τους, αλλά την ώρα που έρχονται αντιμέτωποι με το κλικ του φωτογραφικού φακού, από κάποια γωνιά αυτές ξεπηδούν.
Έτσι, λοιπόν, θα τους δούμε σε μία πιθανή πρόταση για φωτογραφία να τρέχουν μακριά, να δυσανασχετούν όποτε ζητάμε μια σέλφι μαζί τους, να κατευθύνονται με μικρά κι ύπουλα βήματα πίσω απ’ τους πιο ψηλούς κι αν τελικά όλη αυτή η προσπάθεια δεν ευοδωθεί, να ξεκινάνε μία απίστευτη γκρίνια άνευ προηγουμένου για την άθλια φωτογραφία που τραβήχτηκε.
Φταίει ο φωτογράφος, φταίει η ανάλυση του κινητού, το φως του ήλιου, η γωνία απ’ την οποία τραβήχτηκε. Και, στην τελική, ή θα καταλήξουμε να βγάλουμε άλλες τόσες φωτογραφίες μέχρι να ικανοποιηθούν ή θα ποστάρουμε την ήδη τραβηγμένη φωτογραφία με κίνδυνο να ακούμε τα παράπονά τους για μέρες ολόκληρες.
Λίγο-πολύ, ας το παραδεχτούμε, όλοι μας κρύβουμε μέσα μας έναν τέτοιο τύπο. Είναι η έμφυτη ανασφάλεια του ανθρώπου, ο φόβος μην κριθεί, είναι η αδήριτη ανάγκη του να μη δείχνει τίποτα λιγότερο απ’ το καλύτερό του, να μοιάζει αψεγάδιαστος -ακόμα κι αν ξέρει ότι δεν είναι. Είναι ο φόβος του ανθρώπου κι η ανάγκη του για αποδοχή, η ανησυχία του για την άποψη των γύρω κι η ψευδαίσθηση πως η αξία του εξαρτάται απ’ τα likes που θα αποσπάσει μια φωτογραφία του στα μέσα μαζικής δικτύωσης.
Σε κάθε περίπτωση, δεν είμαστε εδώ για να τους ψυχογραφήσουμε και να τους κρίνουμε, αλλά να τους καταλάβουμε, εξάλλου όλοι (περισσότερο ή λιγότερο) τους μοιάζουμε. Δε χρειάζονται συμβουλές και συμπεράσματα, αλλά χιούμορ και χαλαρή διάθεση, είτε αφορά εμάς είτε δικούς μας ανθρώπους. Όλα λύνονται πιο εύκολα με ένα χαμόγελο κι όλοι αισθάνονται καλύτερα μ’ ένα ειλικρινές κομπλιμέντο!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη