Αυτή τη φορά έκατσα να σκεφτώ. Χωρίς θυμό, χωρίς πόνο, χωρίς δάκρυα, χωρίς αγάπη, χωρίς καψούρα. Απλώς εγώ κι ο εαυτός μου. Αποφασίσαμε να συνυπάρξουμε, μήπως και καταλάβουμε γιατί έγιναν όλα αυτά. Έκανα λοιπόν την αυτοκριτική μου και σταμάτησα να κατηγορώ εσένα για όλα τα άσχημα που έχω περάσει, για όλα τα δάκρυα που έχουν κυλήσει απ’ τα μάτια μου, για όλα τα ξενύχτια που σε έβριζα και μεθούσα.

Τελικά, μάτια μου, δεν είμαι αυτό που θες. Ποτέ δεν ήμουν. Εσύ για άλλα λιμάνια ταξίδευες κι εγώ παρακαλούσα να φυσάει ο άνεμος για να μη φτάσεις. Να σε κρατήσω αιχμάλωτο στο δικό μου λιμάνι. Μα εσύ άλλα ήθελες, άλλα ονειρευόσουν. Εσύ δεν ήσουν διατεθειμένος να περάσεις τα κύματα και να έρθεις κοντά μου. Κοίταγες την ώρα να φύγεις και να ρίξεις σ’ άλλους ωκεανούς τα δίχτυα σου.

Ήθελες μάλλον κάποια που να στέκεται δίπλα σου άγρυπνος φρουρός και να σε κοιτάζει τα βράδια που κοιμάσαι, μήπως και σου λείψει τίποτα. Μα στους δικούς μου τους εφιάλτες δεν ήθελες να είσαι εκεί να μου κρατάς το χέρι.

Ήθελες να σε φιλάω γλυκά και να σου παίρνω τον πόνο σε κάθε δυσκολία και κάθε φορά που ήσουν χαμένος αναζητούσες την παρηγοριά μου και τη ζεστασιά μου. Κι όταν έπαιρνες αυτό που ήθελες, έφευγες και κλεινόσουν πάλι στο καβούκι σου. Ήθελες να μη διαμαρτύρομαι ποτέ, να μην παραπονιέμαι ποτέ. Να μην έχω απαιτήσεις, να μην είμαι αδύναμη, να μη διεκδικώ, να υποτάσσομαι, ν’ αγαπάω άνευ όρων. Ήθελες να χάσω τον εαυτό μου για να γίνω αυτό που θες εσύ. Έτσι μόνο με δεχόσουν.

Ήμουν το τέλειο δώρο για εσένα. Η πιο λαμπερή συσκευασία, πάντα, κάθε στιγμή, μην τυχόν και δε σου αρέσω. Κι όταν με ξετύλιγες, έβλεπες έναν άνθρωπο γεμάτο αγάπη που ήταν ένα υπάκουο στρατιωτάκι. Δεν γκρίνιαζα, δε φώναζα, δεν ήθελα, δε ζητούσα. Μου αρκούσε να σε έχω δίπλα μου. Κι εσύ έδενες το φιόγκο γύρω μου. Και τον έσφιγγες. Πιο πολύ κάθε φορά. Μέχρι που έσπασα.

Χάσαμε, καρδιά μου. Κι οι δυο. Εγώ γιατί έχασα τον εαυτό μου, έγινα κάποια άλλη. Εσύ ξέχασες ποια ερωτεύτηκες και ζητούσες μια άλλη, μία που απλώς θα χειραγωγούσες. Δεν έπαιζες τίμια, δεν ήθελες ισοτιμία, δεν ήθελες αγάπη. Ήθελες καταπίεση, επιβεβαίωση ανά πάσα στιγμή. Ήθελες το χώρο σου και το χρόνο σου κι εμένα εκεί, όποτε σε έβγαζε ο δρόμος. Και τελικά κατέληξα κι αποφάσισα. Κι εγώ κι ο εαυτός μου μαζί. Δεν είμαι αυτό που θες. Δεν μπορώ να γίνω κάτι άλλο απ’ αυτό που είμαι. Δεν μπορώ να χάσω ξανά εμένα για να έχω εσένα.

Δεν μπορώ να παίζω πια το παιχνιδάκι σου με τους ρόλους. Κάθε μέρα υποδυόμουν κι άλλο ρόλο. Ανάλογα με τη διάθεσή σου, ανάλογα με τα συναισθήματά σου, ανάλογα με τα όριά σου. Έπρεπε να είμαι αυτό που ήθελες εσύ. Και γινόμουν. Και με δεχόσουν. Κι ύστερα με πετούσες. Μα δεν έφταιξες τελικά. Αυτό συμπέρανα. Έφταιγα εγώ που σε άφηνα, εγώ που τα δέχτηκα, εγώ που άλλαξα, εγώ που δε σεβάστηκα τον εαυτό μου. Και τελικά κατέληξα στο ότι είναι άδικο να θυμώνω μαζί σου.

Δεν είμαι αυτό που θες. Αλλά ούτε εσύ είσαι αυτό που θέλω. Θέλω κάποιον που θα με δεχθεί όπως είμαι, που θα με κάνει να χαμογελάω, που δε θα με μειώνει και που θα με θέλει στην αγκαλιά του, χωρίς να ντρέπεται για εμένα. Τόσο καιρό αναρωτιόμουν, γιατί δεν είμαι αυτό που θες, τι κάνω λάθος, τι πρέπει ν’ αλλάξω για να με θες. Και τελικά κατάλαβα πως εσύ δεν είσαι αυτός που θέλω. Κι έτσι ξεκίνησε να λύνεται ο φιόγκος με τον οποίο με είχες τυλίξει.

Και ξαφνικά άρχισα ν’ αναπνέω. Άρχισα να φαίνομαι πιο λαμπερή χωρίς φιόγκους και γιρλάντες. Ξέρεις γιατί; Γιατί ήμουν εγώ. Μετά από καιρό, ήμουν εγώ κι ο εαυτός μου.

 

Συντάκτης: Ναταλία Καρά
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου