Ήθελα μια φορά να έρθεις και να μου πεις γιατί με άφησες να περιμένω. Γιατί με άφησες να κλαίω τόσα βράδια, γιατί φέρθηκες σκάρτα. Γιατί δεν υπολόγισες τίποτα, γιατί απολάμβανες να με πονάς. Κι ύστερα χαμογελάω και σκέφτομαι πόσο άμυαλη υπήρξα. Απλώς γιατί μπορούσες. Γιατί έβρισκες κι έκανες. Ήμουν το δεδομένο σου, το αγαπημένο σου μπαλάκι. Κι όποιος καλοπερνάει και κάνει ό,τι θέλει, χαζός είναι να τα πετάξει όλα και να αρχίσει να νιώθει και να σέβεται;

Δυστυχώς, όταν σε πάρει το ποτάμι, πάει, σε παρέσυρε. Και δε βρίσκεις τίποτα να πιαστείς. Έτσι κι εσύ, δεν έμαθες να σέβεσαι, να εκτιμάς, να φέρεσαι με αξιοπρέπεια κι αγάπη. Έμαθες να ταπεινώνεις, να πληγώνεις και να χαίρεσαι την κάθε στιγμή, σαν μικρό παιδί. Έγινες κάποιος που δεν ήσουν. Ζούσες μέσα απ’ την εκδίκηση, μέσα απ’ τις ανασφάλειές σου, απ’ το θυμό σου. Και ξέχασες να ζεις μέσα απ’ την αγάπη σου. Μια αγάπη ξεχασμένη, που την έθαψες και κανείς ποτέ δεν μπορεί να τη βρει. Ούτε καν εσύ.

Ήθελα να σου πω πόσο με πόνεσες. Αν και δε θα με πιστέψεις ποτέ, πάντα θα κουνάς το κεφάλι ειρωνικά και θα νομίζεις πως όλα τα έκανες σωστά. Ήθελα να σου ψιθυρίσω πως με έχασες. Για πάντα. Κι ας με έχεις δεδομένη. Δε φταις εσύ, εγώ έφταιγα που γυρνούσα, παρακαλούσα, ανεχόμουν, υπέμενα.

Ήθελα να σου φωνάξω πως αγανάκτησα, κουράστηκα, βαρέθηκα, σιχάθηκα. Εσένα, εμένα κι αυτήν την αρρωστημένη σχέση. Που εγώ έδινα, εσύ έπαιρνες. Και ποτέ δεν ήμουν αρκετή. Ποτέ, ρε γαμώτο. Ποτέ δεν κατάφερα να σε κάνω να με κοιτάξεις στα μάτια και να δεις αυτή που θες να έχεις δίπλα σου. Με κοιτούσες και το μόνο που ήθελες ήταν να μου χτυπήσεις λάθη του παρελθόντος.

Ξέρεις τι; Τα κατάφερες. Έπεσα χαμηλά, πιο χαμηλά δεν πάει. Πόνεσα μαζί σου, τόσο που έχασα τον εαυτό μου, τόσο που ζούσα για ένα σου μήνυμα κι όλα τα άλλα δεν είχαν καμία αξία. Τόσο που έδινα τη ζωή μου για σένα. Προσπάθησα να σου δείξω πόσο σε νοιάζομαι, πόσο μου λείπεις, πόσα θα έκανα για σένα και πήρα πίσω το απόλυτο μηδέν. Η αγάπη δε χαρίζεται, έπρεπε να πολεμήσω για τα δυο σου μάτια. Αλλά έχασα. Όλες τις μάχες και τον πόλεμο.

Ήθελα να σου φωνάξω πως ξενέρωσα. Με αυτήν την κωλοσυμπεριφορά σου, που αντιμετωπίζεις τους ανθρώπους σαν πιόνια. Που νομίζεις πως έχεις δίκιο πάντοτε, που μου φώναζες, με ειρωνευόσουν και ποτέ δεν πίστευες σ’ εμένα. Ήθελα να σου πω πως με ισοπέδωσες, με πόνεσες όσο κανένας, με έκανες να χάσω την πίστη μου στον έρωτα, με γέμισες ανασφάλειες. Και ποτέ σου δεν αναγνώρισες τι μου προκάλεσες. Ούτε πρόκειται.

Ήθελα. Μα δε θέλω πια. Ούτε να ακούσω τη φωνή σου και τη μόνιμη κριτική σου, την ψευτιά σου. Δε θέλω να σε ξέρω και δε θέλω πια να θυμάμαι. Μα θυμάμαι. Κάθε δάκρυ. Κάθε άσχημη στιγμή. Ακόμα και στο τέλος δείλιασες. Κι απέδειξες το τίποτα που ένιωθες για μένα. Μα μου τα ‘λεγες. Μου το έδειχνες. Εγώ δεν άκουγα, δικό μου το φταίξιμο.

Το δικό μας παραμύθι κάηκε κι απ’ τις στάχτες δεν έμεινε τίποτε. Κανένας έρωτας, καμία αγάπη, καμία καψούρα. Πανωλεθρία με τα όλα της. Μη γυρίσεις. Οι πόρτες έκλεισαν.

 

Συντάκτης: Ναταλία Καρά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη