Αρκέστηκα στο «λίγο» σου, δε ζήτησα πολλά, μόνο έδινα πολλά, μήπως σου αποδείξω πόσο νοιάζομαι, μήπως καταλάβεις πώς νιώθω και τελικά έμεινα εδώ να σε κοιτάζω να φεύγεις. Κοιτάζω τη φιγούρα σου να σχηματίζεται από μακριά και να χάνεται στο βάθος. Ήταν τοξική η αγάπη σου. Ήσουν τοξικός εσύ, ο ίδιος. Κι εγώ εθισμένη στο βλέμμα σου, στο χαμόγελό σου περίμενα πως όλα θ’ αλλάξουν, πως κάποια στιγμή θα μ’ αφήσεις να εισβάλλω στον κόσμο σου.
Ο έρωτας σου μισός, χώλαινε, εμφανιζόταν και χανόταν, με ανέβαζε και ξαφνικά με πετούσε στον πάτο. Και δεν έτρεχα να φύγω, αμέτρητες ευκαιρίες, αμέτρητα δάκρυα, αμέτρητα δικά μου «σ’ αγαπώ», αμέτρητα δικά σου «δεν ξέρω» κι αντί να σε διώχνω από μέσα μου, σε άφηνα να γίνεσαι ένα με μένα και τελικά έχανα τον εαυτό μου.
Για να βρω εσένα, έχασα εμένα και κάπου εκεί μέσα στις στάχτες που δημιούργησες ακόμα ψάχνω να βρω το γέλιο μου, αλλά φρόντισες να το κρύψεις καλά κι αρνείσαι πεισματικά να μου δώσεις το κλειδί, αρνείσαι να με ελευθερώσεις απ’ αυτό που ζω, αρνείσαι να δεις την αλήθεια.
Ο έρωτάς σου τελικά ήταν έρωτας με δόσεις, τις αναλογίες μόνο εσύ τις ήξερες. Εμφανιζόσουν, προσέφερες σταγόνες «έρωτα», κι έφευγες θριαμβευτής γνωρίζοντας πολύ καλά πως αυτό το «λίγο» σου αρκούσε για να σε σκέφτομαι, για να σε ερωτεύομαι όλο και πιο πολύ, για να ελπίζω όλο και περισσότερο. Αρκούσε για να μετράω τις μέρες και τα λεπτά, μέχρι να μου επιτρέψεις να σε δω και να ζήσω λίγες, ψεύτικες στιγμές μαζί σου.
Δεν πειράζει που όταν έφευγα, έχανα τον κόσμο μου, δεν πειράζει που τίποτα δεν είχε νόημα μέχρι την επόμενη φορά που θα σε έβλεπα, δεν πειράζει που έκλαιγα γιατί φεύγοντας φρόντιζες να μου θυμίσεις πως σε πιέζω και πως δεν έχεις χώρο και χρόνο στον εγωιστικό κόσμο σου για εμένα. Δεν πειράζει που μου κατέστρεφες κάθε λεπτό και που ένιωθα ότι μου έκλεβες τις ανάσες, αρκεί που σε έβλεπα να χαμογελάς κι ενδόμυχα πίστευα ότι εγώ ήμουν η αιτία. Αρκεί που μ’ αγκάλιαζες και χανόμουν μέσα στην τεράστια, ζεστή και ψεύτικη αγκαλιά σου.
Κι οι μέρες ξημέρωναν, τα βράδια κυλούσαν κι εγώ περίμενα για μία δόση έρωτα. Οι δόσεις είχαν συγκεκριμένο διακριτικό γνώρισμα: ένα τηλέφωνο, ένα μήνυμα, μία τυπική απάντηση στα δικά μου, αμέτρητα τηλεφωνήματα. Το περιεχόμενό τους ξεκάθαρο. Δεχόσουν να με δεις, για λίγο πάντα, κρυφά πάντα, απαιτώντας να είμαι τέλεια, να μη γκρινιάζω, να μη ζητάω, να μην απαιτώ, να μη δένομαι, να είμαι άλλος άνθρωπος, αυτός που θες εσύ.
Κι όταν πληρούσα τις προϋποθέσεις σου, τότε ξεκλείδωνες τη δόση και μου την παραχωρούσες μ’ ένα ψεύτικο χαμόγελο, που στα δικά μου μάτια φαινόταν αληθινό.
Άραγε πόσο μπορεί να κρατήσει μια τέτοια κατάσταση; Πόσο μπορεί κάποιος να εμμένει σε αρρωστημένες καταστάσεις, ν’ ανέχεται καθετί που τον προσβάλλει, τον μειώνει και του αφαιρεί κάθε ψήγμα αξιοπρέπειας, εγωισμού, κάθε χαμόγελο, κάθε ευτυχία; Διαρκεί, όσο εμείς το επιτρέπουμε.
Είναι δύσκολο κι επώδυνο να βγεις από κάτι τέτοιο, γιατί ουσιαστικά δεν είσαι καν μέσα σε μια κατάσταση, σε μια σχέση, σ’ ένα χωρισμό, σε μια γνωριμία, σ’ ένα αντίο. Είσαι τελικά κάπου στο πουθενά, κάπου στο άγνωστο, ίσως κάπου στο διάολο θα έλεγα καλύτερα και βυθίζεσαι όλο και πιο πολύ, μην έχοντας καμία απολύτως δύναμη να ξεφύγεις, περιμένοντας απλώς κάτι να συμβεί και να σε λυτρώσει. Και ζεις με τις δόσεις έρωτα, αυτές σε κρατάνε στη ζωή, αυτές σου προσφέρουν ένα ελάχιστο χαμόγελο, αυτές σε καταστρέφουν.
Αλλά, προς Θεού, δεν είναι όλα μαύρα. Κάποτε έρχεται ο αληθινός έρωτας, αυτός που δεν έχει όρια, δόσεις, όρους, προϋποθέσεις, αυτός που μοιράζει αγάπη, ευτυχία και χαμόγελα απλόχερα. Και μαζί μ’ αυτόν τέλος κι οι δόσεις σου, τα ψεύτικα χαμόγελά σου, τέλος το «λίγο» σου, τέλος εσύ. Μια άσχημη ανάμνηση είσαι και θα χαθείς.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου