Με είχες αγκαλιά, μα το ήξερα. Εκείνο το βράδυ ήταν και το τελευταίο που εμείς οι δυο ήμασταν μόνοι μας σε ένα δωμάτιο, μόνο οι δυο μας. Ήταν το πρώτο βράδυ που μου έδειξες πώς πραγματικά αισθάνεσαι και μετά τα έκρυψες όλα σε ένα κουτάκι και το πέταξες στο διάολο. Έτσι ξέχασες να με αγαπάς, αποφάσισες να με προχωρήσεις, συνέχισες να αναπνέεις χωρίς να ξέρεις αν με έχεις ή να με έχασες.
Κι η αλήθεια είναι πως δε σε ένοιαζε και πολύ. Γιατί εγώ ήμουν το πιόνι του παιχνιδιού σου. Καλοστημένα τα βήματα, έριχνες τα ζάρια κι ήξερες από πριν τι θα φέρουν. Επέλεγες τις κινήσεις σου προσεκτικά και φρόντιζες να με πληγώνεις με το χειρότερο τρόπο, μα με το γάντι πάντα. Μη φανείς κακός, να φανείς θύμα.
Σε πίστεψα, σε περίμενα, επέμενα, υπέμενα, ανεχόμουν, πονούσα, πληγωνόμουν, έχανα τον εαυτό μου αργά και βασανιστικά. Μα ως εδώ. Βάζω μια τελεία, κάνω μία παύση, παίρνω μια βαθιά ανάσα και ξεκινάω να γράφω καινούριο κεφάλαιο. Κατάλαβα πως είσαι μακριά όταν εγώ πια είχα επιλέξει να πάω όσο πιο μακριά από εσένα μπορούσα. Δεν ήσουν εσύ ο κακός που με εξευτέλιζες. Ήμουν εγώ η κακιά που άφηνα τον εαυτό μου να διαιωνίζει μια αρρωστημένη κατάσταση, χωρίς αρχή και τέλος. Δεν είχαμε πρωταγωνιστές στην ιστορία μας. Μόνο εσύ έπαιζες. Μα ήσουν κομπάρσος, τελικά. Καλό το εργάκι σου, κόντεψα να σε πιστέψω, χειροκρότησα κιόλας. Μα μετά το ξανασκέφτηκα και με λυπήθηκα.
Λυπήθηκα τα μεθυσμένα βράδια που έκλαιγα με λυγμούς και σε θυμόμουν. Λυπήθηκα τον κομματιασμένο εαυτό μου που κατέβαλε τόσο κόπο να μαζέψει τα συντρίμμια του κι εσύ ερχόσουν σαν σίφουνας και τα χαλούσες όλα ξανά για να ικανοποιήσεις τον αυτάρεσκο κι εγωιστικό εαυτό σου. Λυπήθηκα τα δάκρυα που κύλησαν για εσένα. Λυπήθηκα τα αμέτρητα «σ’ αγαπώ» που πήγαν χαμένα.
Λυπήθηκα που σε είχα θεό μου και τώρα φαίνεσαι από μακριά ένα ανθρωπάκι με ανασφάλειες και κακία που ήθελες να τα ξεσπάσεις πάνω μου. Μα πιο πολύ από όλα λυπήθηκα που άφηνα τις μέρες να περνάνε, τους μήνες να περνάνε, τις ώρες να κυλούν κι εγώ έχανα τη ζωή μου, έχανα τις στιγμές μου, έχανα εμένα. Για ποιον τελικά όλα αυτά; Για εσένα; Χαμένο στοίχημα ήσουν. Γιατί πόνταρα η χαζή ξανά και ξανά σε κουτσό άλογο;
Δε θέλω πια να ακούω ούτε το όνομά σου. Δε θέλω να θυμάμαι στιγμές μαζί σου. Έκαψα τις όμορφες αναμνήσεις μας. Δεν ήθελα, στο ορκίζομαι. Πάλεψα με δαίμονες για να τις κρατήσω στην καρδιά μου και να έχω κάτι καλό από εσένα. Μα μου τις κατέστρεψες όλες και τώρα δε θυμάμαι.
Άραγε υπήρξες; Άραγε μου προσέφερες ποτέ αγάπη και στοργή; Άραγε ήσουν ποτέ αληθινός; Τις άσχημες στιγμές, όμως, τις θυμάμαι μία προς μία. Κι όσο και να κλείνω την πόρτα, ανοίγει πεισματικά και τις επαναφέρει στο νου μου κάθε φορά που ακούω το όνομά σου.
Δε θέλω να με αγγίξεις ποτέ ξανά. Σιχάθηκα το ψεύτικο άγγιγμά σου που με έκανε να νιώθω φτηνή. Δε θέλω να σε αφήσω να μου καταστρέψεις ούτε ένα δευτερόλεπτο πλέον απ’ τη ζωή μου. Δε σε αφήνω πια να κυριεύεις το μυαλό μου. Και να θέλεις δεν μπορείς. Γιατί πλέον δεν έχεις καμία αξία στη ζωή μου. Είσαι μια φιγούρα μίζερη απ’ το παρελθόν. Δε θέλω να σε ξαναδώ, δυστυχώς μου προκαλείς αλλεργία κι αηδία. Κι όποτε σε βλέπω, νιώθω πως θέλω να τρέξω μακριά, να ξεφύγω από’την αρρώστια που κουβαλάς στην ψυχή σου.
Μα πάνω απ’ όλα χαίρομαι που έμαθα να ζω χωρίς εσένα. Να απολαμβάνω τη ζωή, τις στιγμές, το ζεστό καφέ στο μπαλκόνι, τις ταινίες κάτω απ’ τα παπλώματα, μία πάστα στην καφετέρια απέναντι απ’ το γραφείο, ένα γλυκό φιλί, μια αληθινή αγκαλιά, μία όμορφη «καλημέρα». Μακριά σου όλα φαντάζουν ήρεμα, αληθινά κι όμορφα. Μην ξαναρθείς να σκοτώσεις τον κόσμο μου για να πανηγυρίσεις. Σε σκότωσα ήδη κι όσο και να προσπαθήσεις αυτή τη φορά, δε θα βρεις το κλειδί.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη