Τελικά όσο ελπίζεις, ξενερώνεις. Γιατί ο ενθουσιασμός, ο έρωτας κι η αγάπη απαιτούν και χρειάζονται ανταπόκριση. Κι όταν δεν υπάρχει ανταπόκριση, σιγά-σιγά χάνεται και η δική σου επιθυμία. Κατεβαίνεις απ’ το ροζ συννεφάκι σου κι επανέρχεσαι στην πραγματικότητα. Η πραγματικότητα φυσικά σου φωνάζει να ξεκολλήσεις από μια τελειωμένη κατάσταση και να συνέλθεις. Και φυσικά έρχεται η ώρα που αυτό γίνεται.
Οι άνθρωποι ελπίζουμε πάντα στο καλύτερο, στο να πραγματοποιηθούν οι επιθυμίες μας. Όταν νιώθουμε συναισθήματα για έναν άνθρωπο, θέλουμε κι αυτός να νιώθει τα ίδια, να μας ερωτευτεί, να μας καψουρευτεί και να ζήσουμε μαζί του όλα, όσα είχαμε ονειρευτεί. Δυστυχώς, αυτό δε συμβαίνει πάντα, σε όλες τις περιπτώσεις. Πολλές φορές αυτή η επιθυμία πέφτει στο κενό.
Ο έρωτας δε βρίσκει ανταπόκριση, η καψούρα μας πονάει και καταλήγουμε να ελπίζουμε μάταια. Ελπίζουμε πως θ’ αλλάξει η κατάσταση, θα βελτιωθούν οι συνθήκες, πως θα μας ερωτευτεί ο άνθρωπος αυτός που ποθούμε. Νομίζουμε πως όσο περιμένουμε κι όσο προσπαθούμε, όλα θα βελτιωθούν και τελικά θα βρεθούμε στην αγκαλιά του.
Αυτό αποτελεί και το πρώτο στάδιο. Το στάδιο της άρνησης. Χάνουμε πολύτιμο χρόνο να ελπίζουμε πως θα έρθει η στιγμή που θα είμαστε μαζί. Ελπίζουμε πως περνάμε μία δύσκολη φάση και πως όλα θα φτιάξουν. Όλα θα γίνουν ακριβώς, όπως τα θέλουμε εμείς. Μόνο που όσο περνάει ο καιρός, διανύουμε και το δεύτερο στάδιο.
Αρχίζουμε να ξενερώνουμε. Δε βλέπουμε την ανταπόκριση που περιμένουμε κι η ελπίδα παραμένει, αλλά παράλληλα έρχεται η ξενέρα. Πόσο να περιμένουμε για να μας δώσει κάποιος λίγη σημασία; Πόση υπομονή να κάνουμε, πόσα ξενύχτια, πόσα κλάματα, πόσα όνειρα και πόσες φρούδες ελπίδες;
Και κάπως έτσι περνάει ο έρωτας, φεύγει λίγο-λίγο με τον καιρό, ο ενθουσιασμός έχει ξεθωριάσει και τη θέση του καταλαμβάνει το κενό. Τα συναισθήματα διαγράφονται και ερχόμαστε στο τρίτο στάδιο. Το τρίτο στάδιο είναι το καλύτερο γιατί επιτέλους απελευθερώνεσαι. Αποδέχεσαι την κατάσταση, είσαι πιο δυνατός και λιγότερο ευάλωτος. Ξεχνάς κάθε συναίσθημα, θετικό ή αρνητικό, κι απλώς ξενερώνεις.
Ήλπιζες, περίμενες, έκανες υπομονή και τόσο καιρό απλώς σπαταλούσες το χρόνο σου.
Συνειδητοποιείς πόσο έξω έπεσες γι’ αυτόν τον άνθρωπο, πως δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να είσαι μαζί του και πλέον ούτε εσύ ο ίδιος δεν επιθυμείς να είσαι κιόλας. Όσο ελπίζουμε, κουράζουμε και ταπεινώνουμε τον εαυτό μας για κάτι που τελικά αποδεικνύεται ασήμαντο και πολύ λίγο για εμάς.
Όταν επιτέλους έρθει αυτή η στιγμή που έχεις εξαντλήσει κάθε περιθώριο ελπίδας, σου περνάει. Έτσι απλά. Βαριέσαι, ξενερώνεις, επιλέγεις τον εαυτό σου και τη μοναξιά σου ή κάποιον άλλον άνθρωπο. Πάντως όχι αυτόν, που μέχρι πρότινος αναζητούσες. Σε κάθε περίπτωση, δε φεύγουν μαγικά οι ελπίδες, ούτε ξενερώνεις μέσα σε μία στιγμή. Ο χρόνος βοηθάει, η μη ανταπόκριση κι η δική του αδιάφορη συμπεριφορά. Κι όσο εσύ ελπίζεις πως θ’ αλλάξει το σενάριο κι όσο απογοητεύεσαι και πληγώνεσαι, τόσο αρχίζει να σου περνάει, να βαριέσαι, να κουράζεσαι και τελικά να ξενερώνεις.
Κι έρχεται η στιγμή που δεν νιώθεις τίποτα πια γι’ αυτόν. Κι αναρωτιέσαι ακόμη μόνος σου τι απέγινε τόσος έρωτας και πώς έτσι μαγικά τη θέση του έχει καταλάβει η αδιαφορία. Απλά μαθηματικά είναι όλα. Ωραίο το φτύσιμο, καλό κόλπο, ωραία η αναμονή, καλές κι οι ελπίδες. Αλλά όταν διαιωνίζεται αυτή η κατάσταση και δεν υπάρχει καμία ανταπόκριση, έρχεται η στιγμής της απόλυτης ξενέρας. Τελικά, όσο ελπίζεις, ξενερώνεις.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου