Σε είδα ξανά μετά από καιρό. Τα μάτια σου δε μου μιλούσαν πια, τα χέρια σου ήταν ξένα και κρύα, το χαμόγελο σου ψεύτικο, εσύ άδειος και μίζερος. Άλλαξες εσύ ή άλλαξα εγώ; Ήρθες να επαναφέρεις τον άθλιο εαυτό σου και απογοητεύτηκες όταν συνειδητοποίησες πως δεν υπάρχει πια χώρος για εσένα στην καρδιά μου. Μα τι νόμιζες μάτια μου; Ακόμα και η πιο καλοστημένη παράσταση κάποιο ψεγάδι θα έχει, το πιο όμορφο αστείο κάποτε καταντάει βαρετό και χιλιοειπωμένο, το πιο επιχρυσωμένο ψέμα κάποιος θα το ξεμπροστιάσει. Εσύ θα έμενες αλώβητος; Εσύ, ο πιο τοξικός άνθρωπος στη ζωή μου;
Σε είδα ξανά και προσπάθησα να καταλάβω τι ένιωσα. Δεν ένιωσα τίποτα. Δυστυχώς, ακόμα κι εγώ απογοήτευσα τον εαυτό μου. Περίμενα πως θα χτυπήσει λίγο πιο γρήγορα η καρδιά μου, πως θα λυγίσουν τα γόνατά μου, πως θα στεναχωρηθώ, πως θα νιώσω το στομάχι μου να δένεται κόμπος. Και τελικά απλώς σε κοιτούσα κι αναρωτιόμουν. Γιατί μου φαίνεσαι τόσο άσχημος; Τόσο γελοίος, τόσο ανθρωπάκι, τόσο μίζερος και κακοντυμένος; Τόσο ξένος κι απόμακρος; Άλλαξες στιλ άραγε ή άλλαξες καρδιά; Μα τι λέω η χαζή; Εσύ δεν έχεις καν συναισθήματα.
Εσύ έρχεσαι για να φύγεις. Έρχεσαι για να τα κάνεις όλα πουτάνα, να επιβεβαιώσεις πως είμαι ακόμα εδώ για εσένα και να επιστρέψεις θριαμβευτής. Έρχεσαι με αυτό το αυτάρεσκο χαμόγελό σου και περιμένεις να σε κυνηγήσω, να σου δώσω αγάπη, μιας και δεν ξέρεις να δίνεις, αλλά την έχεις τόσο ανάγκη. Έρχεσαι και νομίζεις πως είσαι εσύ όλος ο κόσμος μου. Έλα, ξεκίνα να χτυπάς παλαμάκια και πες μου πάλι σε ποιους ρυθμούς θες να χορέψω;
Σε είδα ξανά και τρόμαξα με τον εαυτό μου. Δε μου είχες λείψει, δεν είχα ανάγκη την αγκαλιά σου, τα φιλιά σου, το βλέμμα σου, τη φωνή σου. Προσπάθησα να κλάψω, να στεναχωρηθώ, έστω να δακρύσω, να μείνω όλη μέρα στο κρεβάτι και να πονέσω για την παλιά μας αγάπη που πέθανε, αλλά δεν μπόρεσα. Γιατί πέθανες εσύ πια για εμένα και δεν υπάρχει γυρισμός. Δεν έχω τη δύναμη να στεναχωρηθώ και να πονέσω πια για εσένα, για εκείνο το υποκριτικό «εμείς» ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω.
Δε σε θέλω στη ζωή μου. Η φιγούρα σου έμεινε θολή στο μυαλό μου. Με δυσκολία επαναφέρω τα λόγια σου στη μνήμη μου. Δυσκολεύομαι να πιστέψω πως υπάρχεις. Γιατί πλέον δεν έμεινε κανένα κομμάτι σου. Ούτε αυτός που νόμιζα κάποτε ότι ήσουν ούτε αυτός που ήσουν στην πραγματικότητα. Στα κομμάτια τα λόγια σου, οι υποσχέσεις σου κι ο δήθεν έρωτάς σου για εμένα.
Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου πια μαζί σου ούτε μία μέρα. Ντρέπομαι να προχωρήσω πλάι σου, φοβάμαι να σε κοιτάξω γιατί θα νιώσω πάλι αυτό το κενό και το άδειασμα στην ψυχή μου και θα αναρωτηθώ πώς κατάντησα να είμαι τόσο αναίσθητη και ψυχρή εγώ που κάποτε σε λάτρευα. Βαριέμαι να περάσω ώρες μαζί σου, βαριέμαι να ακούω τα ανούσια νέα σου. Δε θέλω να νιώσω την αγκαλιά σου, δεν την έχω πια ανάγκη.
Σε είδα ξανά και είδα την πραγματικότητα. Μου τελείωσες, μου πέρασες. Κι όταν σε είδα, ένιωσα ξαφνικά να φεύγει κι όλος ο θυμός από μέσα μου. Σε λυπήθηκα τόσο, που δε θα μπορούσα και να σε μισώ. Κάποιες φορές θυμάμαι όσα μου προκάλεσες και θυμώνω πάλι μαζί σου. Και μαζί μου θυμώνω που στο επέτρεψα. Κι ύστερα γελάω. Τόσος χαμός για το τίποτα. Τόσα βράδια μεθυσμένα για το τίποτα. Τόσα δάκρυα, τόσες συγγνώμες για το τίποτα.
Τόσα σενάρια για το τι θα σου πω και τι θα κάνω όταν σε δω ξανά. Και σε είδα. Και τελικά ένιωσα το τίποτα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη