Υπάρχουν πολλών ειδών έρωτες. Οι τυπικοί, οι αληθινοί, οι μικροί, οι μεγάλοι, οι απαγορευμένοι, οι κίβδηλοι. Μα υπάρχει και μία κατηγορία που καίει μυαλά, ψυχές, αντοχές και προσδοκίες, κι εκεί ανήκουν οι ανεκπλήρωτοι έρωτες, μα όχι με την έννοια που φαντάζεσαι. Δεν έμειναν στο χρονοντούλαπο κλειδωμένοι επειδή ο ένας απ’ τους δύο δεν ενέδωσε ποτέ. Έμειναν εκεί κλεισμένοι γιατί ήταν τόσο δυνατοί που δεν άντεξαν.
Καμιά φορά, ο έρωτας μπορεί να ‘ναι τόσο συντριπτικός όσο μια θύελλα. Ικανός να σε πάρει και να σε σηκώσει. Κι όταν ενώνονται δύο ζωές, έρχεται το μεγάλο μπουρίνι. Όταν οι ματιές συναντώνται, ανάβουν φλόγες και κανείς δε νοιάζεται να τις σβήσει. Όταν τα κορμιά ενώνονται ξεσπάει καταιγίδα και κανείς δεν μπορεί να την κοπάσει. Αυτοί οι έρωτες είναι που δεν άντεξαν. Γιατί όλες οι αγάπες που επιβίωσαν στο πέρασμα του χρόνου και στη δίνη της καθημερινότητας έμαθαν να ελέγχουν τα συναισθήματά τους, να υποχωρούν, να μαλακώνουν, να συγχωρούν και να ξεπερνούν τα κύματα.
Οι έρωτες αυτοί, όμως, δεν ημερεύουν τα κύματα, ούτε κολυμπούν σ’ αυτά. Γιατί αυτοί τα δημιούργησαν. Γιατί ο βαθύς πόθος και το αμοιβαίο πάθος δυο ανθρώπων είναι αδύνατο να τιθασευτεί και να σβήσει. Μεγαλώνει και παρασύρει στις στροφές του αθώους και θύματα. Τραυματίζει τις καρδιές, κάνει τα όνειρα θρύψαλα και μετά τα ενώνει πάλι. Τόση δύναμη έχουν αυτοί οι έρωτες.
Κι εμείς, αγάπη μου, έναν τέτοιο έρωτα ζήσαμε. Αγαπηθήκαμε κι ερωτευτήκαμε άνευ ορίων. Μέσα σε μια δική μας πραγματικότητα. Σε ένα δικό μας παραμύθι, που είχε παράλληλα και κάτι από εφιάλτη. Είπαμε να το γράψουμε, μα σκίσαμε όλες τις άγραφες σελίδες. Δεν αντέξαμε ο ένας τον άλλο, γιατί καήκαμε μες στην υπερβολή μας.
Ήρθε η ανάγκη για το απόλυτο να γίνει κτητικότητα κι η ζήλια έκανε τα μαγικά της για να μας απομακρύνει. Οι δυσκολίες μας έσπασαν, γιατί ο έρωτας μας δεν έχει λογική, δεν ξέρει πώς να τις διαχειριστεί. Δεν κοιτούσε μπροστά, δεν ωρίμαζε, δε μας βοηθούσε να δούμε καθαρά και να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα. Ο έρωτάς μας κάθε μέρα γιόρταζε, φώναζε από χαρά, κι ας τραβούσε κατευθείαν για τον γκρεμό, δεν πατούσε φρένο. Και κάπως έτσι, χόρευε πάνω στα αποκαΐδια του μυαλού.
Κι όσο ενωμένοι κι αν μείναμε, τόσο χώριζαν οι δρόμοι μας. Γιατί καμιά καρδιά δεν αντέχει τόση ένταση. Κανείς δεν μπορεί να ζει για πολύ με μπουρίνια και να θαλασσοπνίγεται για έναν έρωτα που μοιάζει με τσουνάμι. Όλοι μας επιζητούμε λίγη μπουνάτσα, λαχταράμε εκείνες τις ειρηνικές στιγμές, την ηρεμία που προσφέρει η αγκαλιά της αγάπης. Κι εμείς το μόνο που επιζητούσαμε ήταν να ενωθούν οι κόσμοι μας. Να χτίσουμε ένα τείχος γύρω μας και να κλειστούμε πίσω απ’ αυτό.
Πόση δύναμη, τελικά, μπορεί να έχει ο έρωτας. Να ενώνει και να διαλύει δυο ανθρώπους, να καταστρέφει ζωές, να τους κομματιάζει και να τους στέλνει στο διάολο, αφού τους δώσει μια γεύση από παράδεισο. Να προκαλεί ύστερα τόση πίκρα και πόνο και να αναρωτιόμαστε πώς μπορούν δυο άνθρωποι που αγαπήθηκαν τόσο, να είναι τελικά χώρια.
Κι ακόμα και σήμερα απάντηση δεν υπάρχει. Και θα γεννηθούν κι άλλοι τέτοιοι έρωτες σαν τον δικό μας. Θα ψάχνουν για καταφύγιο και λίγη ηρεμία, μα δε θα βρίσκουν. Γιατί μόνοι τους θα δημιουργούν θύελλες κι ανέμους. Και θα στροβιλίζονται μέσα σε αυτούς. Μέχρι να χαθούν και να σκορπίσουν.
Γιατί, τελικά, αυτή ήταν η μαγεία που φτιάξαμε εμείς. Εγώ κι εσύ. Ένας έρωτας τόσο δυνατός και τόσο αδύναμος συνάμα. Γίναμε ένα, με έναν δικό μας τρόπο, απροστάτευτο, που δε μας άφησε να δούμε την πραγματικότητα. Κι αν ποτέ βρεις το κλειδί κι ανοίξεις το ντουλάπι με τον έρωτά μας, έλα να με ψάξεις.
Χαλάλι όλες οι καταστροφές του κόσμου, αρκεί να ήμουν δίπλα σου λίγα λεπτά ακόμα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη