Τελειώνουμε τις σπουδές μας αισίως -όποιες κι αν είναι αυτές. Και μετά τι; Δουλεύουμε ή μας δουλεύουν; Στα πρώτα βήματα της καριέρας μας, καθένας από εμάς έχει όνειρα, όρεξη και πάρα μα πάρα πολλή υπομονή. Διότι ξεκινάμε απ’ το μηδέν κι αν δεν έχουμε κάποιο background οικογενειακό να μας στηρίξει, πρέπει μόνοι μας να αποδείξουμε τι γνωρίζουμε και ποιοι είμαστε. Κι αφού ο επαγγελματικός στίβος είμαι γεμάτος εμπόδια και δυσκολίες, εμείς είμαστε αυτοί που θα ξεχωρίσουμε γιατί μάθαμε να παλεύουμε. Καλά όλα μέχρι εδώ, αλλά ούτε λόγος για χρήματα κι αμοιβές, ε;
Ας μας εξηγήσει κάποιος γιατί, στην αρχή της καριέρας μας, είναι λογικό να δουλεύουμε μέρα-νύχτα και να μην αμειβόμαστε. Είναι μάλλον η καινούρια μόδα, που εξυπηρετεί τέλεια τους εργοδότες, η λεγόμενη «άσκηση». Υποτίθεται πως μαθαίνουμε, αποκτάμε πολύτιμη εργασιακή εμπειρία, μας παραχωρούν ένα χώρο να εξασκηθούμε στο επάγγελμά μας κι αυτό μας αρκεί. Δυστυχώς τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Όχι για όλους, δηλαδή. Γιατί ο εργοδότης μπορεί να θεωρεί πως μας δίνει μια σπουδαία ευκαιρία, εμείς όμως αναρωτιόμαστε πώς θα επιβιώσουμε χωρίς χρήματα. Ας μη συζητήσουμε το ζήτημα του να απογαλακτιστούμε και να ανεξαρτητοποιηθούμε πλήρως, αφού είμαστε αναγκασμένοι να ξεχάσουμε το ενδεχόμενο να μείνουμε μακριά απ’ την οικογένειά μας σε ένα δικό μας σπίτι. Ούτε για το λογαριασμό του νερού δεν αρκούν τα χρήματά μας, όχι για ενοίκιο.
Η ακόμη πιο πικρή διαπίστωση είναι πως το σενάριο της απλήρωτης εργασίας, μέχρι να αποκτήσεις εμπειρία, δεν είναι η εξαίρεση αλλά τείνει να γίνει ο κανόνας της εποχής μας, με τους νέους να αναρωτιούνται γιατί τελικά σπούδασαν. Ποιο το νόημα σ’ όλα αυτά τα ξενύχτια, τις θυσίες και την κούραση; Για να εργαζόμαστε χωρίς μισθό ή στην καλύτερη μ’ ένα μισθό που θυμίζει χαρτζιλίκι, με το πρόσχημα πως είμαστε ακόμα άπειροι;
Υπομονή, η μόνιμη συμβουλή από συγγενείς και φίλους. Και κάνουμε υπομονή κι οι συνθήκες όντως βελτιώνονται, μα παραμένουν τραγικές. Γιατί μετά από ένα τάχα δοκιμαστικό διάστημα, πλέον πληρωνόμαστε, ναι, με τρεις και εξήντα. Ανεξάρτητα απ’ το ότι χτυπάμε δωδεκάωρα για πλάκα κι έχουμε ξεχάσει τα σαββατοκύριακα. Με έναν ελάχιστο μισθό μας δελεάζουν να παραμείνουμε σε μια δουλειά, που ξεκάθαρα μας εκμεταλλεύεται. Κι εμείς μένουμε. Γιατί τουλάχιστον μαθαίνουμε, αποκτάμε αυτή τη ρημάδα την εμπειρία, που όλοι απαιτούν. Με το όνειρο κάποια στιγμή να ανοίξουμε τα φτερά μας και να κάνουμε κάτι δικό μας, να διεκδικήσουμε αυτό που αξίζουμε. Μένουμε γιατί, στην τελική, μας έχουν πείσει πως δε θα βρούμε και κάτι καλύτερο κι έτσι πέφτουμε στην παγίδα του «το μη χείρον, βέλτιστον».
Ίσως στην αρχή, όταν ξεκινάμε την άσκησή μας κι εν γένει στα πρώτα βήματά μας στο εργασιακό περιβάλλον να είμαστε πανευτυχείς, ακόμα κι απλήρωτοι ή συμβολικά έμμισθοι. Γιατί επιτέλους νιώθουμε ότι ενηλικιωθήκαμε, ότι προσφέρουμε, πως είμαστε ενεργοί. Κάνουμε αυτό που αγαπάμε, εκπαιδευόμαστε πρακτικά πάνω σ’ αυτό, μαθαίνουμε, ωριμάζουμε. Μα στην πορεία ο ενθουσιασμός ξεθωριάζει και δε μας αρκεί η δουλειά να μας γεμίζει ένα ψυχολογικό κενό όταν η τσέπη μας παραμένει άδεια. Όσο κι αν αγαπάμε το αντικείμενό μας, μοιραία καταντάμε να σιχαινόμαστε και τη δουλειά μας αλλά και τον ίδιο μας τον εαυτό, απορώντας πώς θα επιζήσουμε μέσα σε αυτή τη σαπίλα του εργασιακού τομέα και της πλήρους εκμετάλλευσης.
Τα πράγματα θα αλλάξουν, όχι μαγικά κι από μόνα τους αλλά με τσαμπουκά, διεκδίκηση, επιμονή και σκληρή δουλειά. Εκείνοι που πραγματικά έχουν θέληση κι όρεξη κι αγαπούν το αντικείμενό τους, θα πεισμώσουν, θα κυνηγήσουν το όνειρο, θα δείξουν τι αξίζουν και θα ανελιχθούν επαγγελματικά. Ίσως να αργήσει αυτή η στιγμή, ίσως να υπάρξουν φορές που η απογοήτευση θα μας κυριεύει κι όλα θα μοιάζουν μάταια, μα είναι στο χέρι μας να φέρουμε την αλλαγή.
Μπορούμε να καταφέρουμε το άπιαστο. Το μόνο που πρέπει να θυμόμαστε όταν ανεβούμε αρκετά και πιάσουμε την κορυφή είναι να μη φερθούμε στους νέους με τον ίδιο τρόπο που φέρθηκαν σε εμάς στα πρώτα μας βήματα. Γιατί τότε θα πέσουμε απ’ την κορυφή, ξεχνώντας τι θα πει ανθρωπιά.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη