Είναι κι αυτός ο χωρισμός άτιμο πράγμα. Μια λέξη, χίλια συναισθήματα, χίλια δάκρυα, εκατομμύρια σκαμπανεβάσματα, άλλα τόσα πισωγυρίσματα. Και τελικά τι μένει; Το απόλυτο κενό κι αυτό το τελευταίο δάκρυ που έχει στεγνώσει πια, λες κι έχει ζωγραφιστεί πάνω στο πρόσωπό σου κι όσο και να ξεθωριάζει δε φεύγει ποτέ τελείως. Παραμένει εκεί, για να σου θυμίζει πως πρέπει να πονάς.
Σε πλήγωσε, τον πλήγωσες, γίνατε μαλλιά κουβάρια και τώρα πρέπει να μαζέψεις τα συντρίμμια σου ένα-ένα, να τα κολλήσεις και να πεις ότι έκανες ένα άλμα απ’ τον πάτο και συνήλθες. Μα γελιέσαι, γιατί απλώς τα κόλλησες κι εύκολα ξανασπάνε, εύκολα η καρδιά σου θα γίνει πάλι χίλια κομμάτια. Όταν χωρίζεις, ειδικά μετά από μακροχρόνια σχέση, αυτόματα μπαίνεις στο γκέτο των χωρισμένων και πληγωμένων ψυχών, τρελαίνεσαι και κάπου εκεί είναι που έρχεται η ώρα να τα κάνεις όλα πουτάνα, να ξεσηκώσεις τον κόσμο όλο και να βροντοφωνάξεις πως έσπασες τα δεσμά και είσαι ελεύθερος, ζεις.
Και θα ζήσεις, αλλά θα ζήσεις σ’ έναν ψεύτικο κόσμο, με ψεύτικη ευτυχία, γιατί θα έρθει η μέρα που θα ξυπνήσεις και θα συνειδητοποιήσεις πως αφέθηκες σε κενές αγκαλιές για να καλύψεις τη δική του, φώναζες ότι χώρισες και καμάρωνες για την ελευθερία σου για να μη φωνάξεις πόσο σου λείπει και πόσο πονάς. Κι όταν έρθει αυτή η καταραμένη ημέρα, όσο και να κρύβεσαι κάτω απ’ την κουβέρτα σου, θα έρθεις αντιμέτωπος με την πραγματικότητα. Κι εκεί ξεκινάει το παιχνίδι.
Θα πονέσεις, θα θυμηθείς, θα χτυπηθείς, θα φωνάξεις, θα ουρλιάξεις, θα πάρεις κιλά ή θα χάσεις κιλά, θα έχεις νεύρα, θα συνωμοτεί καθημερινά όλο το σύμπαν για να σου πάνε εσένα όλα στραβά, θα κλάψεις σαν μικρό παιδί που του πήρανε το παιχνίδι, που το αφήσανε μόνο του να κοιμάται στο σκοτάδι και δε θα βλέπεις πουθενά τη λύτρωση να έρχεται. Και μάντεψε! Δεν έρχεται ακόμα, νωρίς είναι!
Μετά, καταλαγιάζει λίγο ο πόνος κι έρχεται ο θυμός. Θυμός για τα αμέτρητα, καυτά δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά σου κάθε βράδυ, θυμός που έχασες τόσο χρόνο απ’ τη ζωή σου για έναν άνθρωπο που τώρα είναι ξένος πια, θυμός για τις θυσίες που έκανες, για τα «ναι» και τα «όχι» που είπες, για τα «πάντα» και τα «σ’ αγαπώ» στα οποία πίστεψες. Άλλοι επιζητούν κάποια μορφή εκδίκησης για να απαλύνουν το συνονθύλευμα πόνου και θυμού που τους κυριεύει, άλλοι κλείνονται στο καβούκι τους και περιμένουν καρτερικά την άνοιξη.
Σιγά-σιγά αρχίζεις να ηρεμείς, να χαμογελάς ξανά, να κοιμάσαι ήρεμα τα βράδια χωρίς δάκρυα και χωρίς εφιάλτες, να ελπίζεις, να βλέπεις και λίγο γκρι μέσα στο απόλυτο μαύρο, που είχε περιτριγυρίσει τη ζωή σου. Αλλά είναι κι αυτές οι αναμνήσεις που υπάρχουν σε μια γωνίτσα του μυαλού σου και σου υπενθυμίζουν κάθε λεπτό της ημέρας πως ακόμη δεν αποδεσμεύτηκες, ακόμη κάτι υπάρχει, ακόμη θρηνείς για έναν χωρισμό, μια απώλεια, ακόμη δεν κάηκες αρκετά, ακόμη η κόλλα που θα κολλήσει τα συντρίμμια σου δεν είναι έτοιμη.
Κι έρχεται κι η άνοιξη, κι όταν έρθει αυτή, έρχεται η ζωή σου πίσω, ο εαυτός σου. Τέλος τα τσιγάρα και τα ποτά, ο πόνος, ο θυμός, οι αναμνήσεις, τα άσχημα όνειρα. Τώρα ζεις, τώρα ερωτεύεσαι, τώρα κάηκες, τελείωσε! Μπήκες στις φλόγες, χόρεψες όλο το τραγούδι που σου σφύριξε, μάζεψες τη στάχτη σου και ξαναγεννήθηκες. Τώρα πια η άνοιξη μπήκε και δεν αφήνει άλλο δάκρυ να κυλήσει. Νερό με αλάτι στη θάλασσα πια, ποτέ ξανά στα δυο σου μάτια.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου