Είναι που δεν πρέπει, αλλά πάλι θυμώνω. Θυμώνω για κάθε λεπτό που περνά και ξέρω πως δε θα σε φέρει κοντά μου. Είναι κι αυτά τα καταραμένα ρολόγια που συνεχώς κοιτώ και περιμένω όπως παλιά να σχολάσεις και να ‘ρθεις. Να σε δω συννεφιασμένο και να προσπαθήσω να σε κάνω να χαμογελάσεις.
Το ξέρω∙ δεν πρέπει, αλλά τολμώ να ελπίζω. Τολμώ ακόμα πεισματικά να ελπίζω κι ας τη μισούσα αυτή τη λέξη. Ας μισούσα αυτούς τους λυπημένους ονειροπόλους που τα άφηναν όλα στη μοίρα και το πεπρωμένο. Ας θύμωνα με αυτούς που περίμεναν και δεν κυνηγούσαν αυτό που τους καίει. Αυτούς που επέλεγαν να πνίγονται σε σιωπές παρά να πολεμούν σε μάχες για να κερδίσουν αυτό που ζητά η καρδιά τους. Κι εγώ; Έγινα σιωπηλά ένα με αυτούς.
Δεν ξέχασα τίποτα. Δεν έκλεισε τίποτα. Θα είμαστε πάντα αυτό που έμεινε στη μέση. Γιατί μας άξιζε και μας αυτό το “happily ever after”. Θέλω να ξέρεις πως κράτησα όλα μας τα «μαζί». Θα πάω τα βράδια μόνη στο αγαπημένο μας στέκι να παραγγείλω τον ίδιο καφέ που πίναμε μαζί. Θα κοιτάξω τη γωνιά μας, που είναι κατειλημμένη από ένα μικρό εφηβικό ζευγαράκι και θα χαμογελάσω που ακόμη σε αυτή τη γωνιά υπάρχει αγάπη. Θα πάρω αργά το βράδυ το αμάξι, θα βάλω τα αγαπημένα σου φασαριόζικα τραγούδια, που τόσο με ενοχλούσαν και θα σε νιώθω εκεί να σταυροκοπιέσαι.
Θα βλέπω τη σκιά σου σε κάθε γωνιά που περπάτησες και θα νιώθω πως από στιγμή σε στιγμή θα σε δω να μου χαμογελάς. Είναι κι αυτές οι γαμημένες οι Κυριακές που περίμενα να ακούσω κάθε πρωί πού θα μας έβγαζε ο δρόμος. Γιατί οι εκδρομές δεν είναι ποτέ οι ίδιες απ’ τη μέρα που έφυγες. Είναι μοναχικές. Δεν είσαι εδώ να σε μαλώνω κάθε φορά που έτρεχες και κόρναρες σε όποιον σε θύμωνε. Δεν είσαι εδώ να γελάσουμε με τα δικά μας αστεία, που κανείς δεν καταλάβαινε. Δεν είσαι εδώ να μου κρατάς το χέρι όταν κουραζόμουν και με κουβάλαγες.
Δεν την αντέχω αυτή τη σιωπή. Δεν αντέχω κανένα από δαύτους που μ’ άφησες. Δεν έχουν τη δική σου καρδιά. Κι είχες σε όλα δίκαιο. Θα θυμώνω για πάντα για όσες φορές καβγαδίσαμε για όποιον γνωστό δε σου γέμισε το μάτι ή για όλους τους καλοπροαίρετους που ντυνόντουσαν φίλοι κάθε φορά που είχαν ανάγκη.
Θα θυμώνω γιατί εσύ έβλεπες όσα εγώ δεν μπορούσα. Θα θυμώνω για πάντα που νόμιζα πως είχαμε χρόνο. Χρόνο να κάνουμε τη φωλιά μας. Χρόνο να ταξιδέψουμε σε προορισμούς που ήθελα όσο τίποτε άλλο να δω μαζί σου. Χρόνο να αφήσουμε δυο-τρία κουτσούβελα να τρέχουν από πίσω μας. Κι αυτά τα ήθελα όσο τίποτα άλλο μόνο μαζί σου, όσο κι αν φοβόμουν.
Κι ο χρόνος; Ο χειρότερος επαγγελματίας. Πότε γιατρός, πότε δικαστής και πότε άνεργος χωρίς σκοπό να περνάει. Είναι κι αυτή η μοναξιά που μόνο εσύ μπορούσες να διώξεις. Κανείς άλλος. Κι αυτά τα λάθη σκορπισμένα δεξιά-αριστερά, απλωμένα παντού. Μαζί μου εδώ στη φυλακή μου. Τη σιχάθηκα αυτή τη σιωπή, αγάπη μου. Όσο κι αν προσποιούμαι πως την αγάπησα, τη σιχάθηκα. Δεν αντέχεται αυτή η καταραμένη μοναξιά.
Το ξέρω πως δε θα γυρίσεις ποτέ. Κι ας ευχόμουν να ήσουν εδώ, σε αυτή τη γη, γερός και δυνατός. Θα αντάλλαζα χωρίς δεύτερή σκέψη τη δικιά μου ζωή για να είσαι καλά και να σε βλέπω να γερνάς και να γινόσουν ο παππούς που πάντα ονειρευόμουν να γίνεις.
Είναι που πιστεύω ακόμα πως θα γυρίσεις να τελειώσουμε όλα αυτά τα όνειρα που έμειναν στη μέση. Το μέσα μου θα συνεχίζει να ουρλιάζει πως δεν μπορεί να τελειώσαμε έτσι. Όχι έτσι. Θα συνεχίσω πεισματικά να κάνω όλα όσα κάναμε μαζί. Θα είναι όλα πάντα εκεί, μα δε θα είναι ίδια χωρίς εσένα. Όλα. Αυτή είναι η υπόσχεση που σου δίνω.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη