Καλοσύνη σύμφωνα με το ελληνικό λεξικό, θεωρείται η ικανότητα του ανθρώπου να θέλει το καλό και την ευτυχία του συνανθρώπου του. Αντιφατικός ορισμός, ίσως και λίγο ουτοπικός, για την εποχή που ζούμε. Γιατί πλέον, στο σήμερα που φτιάξαμε, η καλοσύνη θεωρείται από πολυτέλεια ως ηλιθιότητα σε ένα περιβάλλον ανταγωνιστικό, που στοχεύει μόνο στην προσωπική ευημερία κι επιτυχία.

Μάθαμε οποιαδήποτε θετική συμπεριφορά δεχόμαστε, κατά την οποία ο άλλος είναι καλός κι ευγενικός μαζί μας, να την θεωρούμε παγίδα, οριακά να την φοβόμαστε. Μάθαμε να ψάχνουμε πίσω απ’ τα λόγια και τις πράξεις το κίνητρο. Αρνούμαστε αμυντικά να δεχτούμε πως υπάρχουν δείγματα αλτρουισμού στους γύρω μας, χωρίς να περιμένουν να κερδίσουν κάτι από μας. Ίσως γιατί έτσι γίναμε κι εμείς οι ίδιοι.

Μάθαμε όταν ακούμε ή διαβάζουμε στις ειδήσεις για –σπάνιες πια– ευγενικές πράξεις, να προσπαθούμε να τις μειώσουμε, να τις υποτιμούμε, ακόμα και να τις επικρίνουμε. «Βρέθηκε χαρτοφύλακας με σημαντικό χρηματικό ποσό και παραδόθηκε στις αρχές». Πόσες φορές σ’ αυτό το σενάριο δε χαρακτηρίσαμε ηλίθιο τον ηθικό, βολεμένοι στον καναπέ μας. Ταμπέλες και ρετσινιές σε οποιαδήποτε μικρή σπίθα καλοσύνης γύρω μας. Αρνούμαστε πεισματικά να δούμε πως ίσως κάποιοι γύρω μας να μη χρειάζονται περισσότερα από όσα ήδη έχουν.

Γνωρίζουμε καινούργιους ανθρώπους. Συγκρίνουμε ασταμάτητα συμπεριφορές με προηγούμενά μας βιώματα. «Το ξέρω αυτό, το έχω ξαναζήσει, ξέρω τι θα συμβεί». Χάνουμε τόσες πολλές καινούργιες αρχές μπροστά στο φόβο της έκθεσης του καλού μας εαυτού. Παρουσιάζουμε μικρά δείγματά του κι ακολούθως τα κλείνουμε στο σεντούκι μας. Γιατί δε θέλουμε να μας τα κλέψουν.

Ζητάμε συνεχείς προσπάθειες και δείγματα καλοσύνης απ’ τους γύρω μας. Ζητάμε αδιάκοπα κι ασταμάτητα, χωρίς να δίνουμε τίποτα περισσότερο απ’ τις μικρές αυτές δόσεις του καλού εαυτού μας. Θεωρούμε πιο αληθινό έναν άνθρωπο με κακό χαρακτήρα, τον λέμε αυθεντικό, πως τουλάχιστον αυτός δεν υποκρίνεται, παρά ένα θετικό πρόσωπο με ευγενικό χαρακτήρα.

Γιατί η καλοσύνη σήμερα θυματοποιείται. Ένας αγνός άνθρωπος στα μάτια μας –αν δε θεωρηθεί υποκριτής– θα θεωρηθεί δειλός. Ξέρουμε πως θα δεχτεί κάθε αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά μας. Δε θα φωνάξει. Δε θα πληγώσει. Δε θα πατήσει στις αδυναμίες μας για να φανεί εκείνος δυνατός. Κι αυτό αντί να εκτιμάται, προκαλεί τουλάχιστον βαρεμάρα, αν όχι οίκτο.

Τα βιώματά μας είναι δυστυχώς μονόδρομος. Ανάμεσα σε τόσα δισεκατομμύρια ψυχές σε αυτή τη Γη, θεωρούμε πως θα βρούμε τα ίδια εμπόδια μπροστά μας. Πως δεν πρέπει να ξαναρισκάρουμε. Πως δεν αξίζουμε καλοσύνη. Γιατί αν την αξίζαμε δε θα χάναμε ποτέ όσα η φυγή τους μας πλήγωσε. Χάνουμε τόσο πολύτιμο χρόνο απ’ τη ζωή που κυλά αγνοώντας τις μικρές ανάσες που έρχονται στο δρόμο μας.

Οι άνθρωποι γύρω μας απλά φοβούνται κι αμύνονται. Μια μικρή κίνηση. Μια απλή κίνηση, όπως να βοηθήσουμε έναν ηλικιωμένο με τα ψώνια, να δώσουμε τη θέση μας σε κάποιον που την έχει πραγματικά ανάγκη στο λεωφορείο, να κρατήσουμε λίγο την πόρτα να περάσει κι ο επόμενος, μπορούν να σκάσουν ένα χαμόγελο σε ένα ανέκφραστο αυστηρό πρόσωπο. Κι ίσως να γίνουν η αφετηρία για έναν κύκλο αγαθών πράξεων

Η καλοσύνη είναι δύναμη στα χέρια ανθρώπων που δε φοβούνται να την δώσουν. Γιατί η καρδιά τους κρύβει το μεγαλείο της συγχώρεσης.

Κι ακόμα κι αν σπάνε, ποτέ δεν έχασαν αυτήν τη δύναμη.

 

Συντάκτης: Χριστιάνα Παν
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη