Ξημέρωσε. Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη∙ δεν έχει σημασία. Ξεκινά πάντα σαν μια μέρα όπως όλες οι άλλες. Μια μέρα στο μυαλό σου συνηθισμένη, όχι κάτι διαφορετικό. Όμως η κάθε μέρα σου δείχνει τα δόντια της ή το χαμόγελό της απ’ τη στιγμούλα που σηκώνεσαι απ’ το κρεβάτι.
Κοιτάς κινητό, καμία ειδοποίηση, παρά μόνο εκείνα τα σπαστικά μηνύματα προσφορών που δεκάρα δε δίνεις. Μπαίνεις για ντους, γλιστράς στα πλακάκια, ευτυχώς δε χτυπάς. Ντύνεσαι και βγαίνεις. Ξεκινάς για τη δουλεία ή τη σχολή με τον καφέ στο χέρι μέχρι ένας περαστικός να πέσει πάνω σου κατά λάθος. Γεμίζεις ζεστό καφέ (που δεν πρόλαβες να πιεις γουλιά) και το μάτι σου τελικά ανοίγει αλλά από νεύρα (ίσως γυαλίζει κιόλας), καθώς φορούσες τα τελευταία σου πλυμένα και σιδερωμένα ρούχα. Το ήξερες πως δεν είναι καλή ιδέα ο λόφος με τα άπλυτα.
Τρέχεις σπίτι κοιτώντας το ρολόι εμμονικά και σου φταίνε όλοι, ακόμα κι εσύ που ήσουν ανυπόμονος κι ήθελες καφέ στο χέρι! Αλλάζεις (δε σχολιάζεις τις στιλιστικές σου επιλογές, στην ανάγκη και το μπλουζάκι με τον Μίκι καλό είναι) και τρέχεις να προλάβεις να φτάσεις στην ώρα σου. Μεταξύ μας αυτό είναι ακόμη ένα φανταστικό σενάριο, καθώς αν ήσουν τόσο γρήγορος θα ήσουν ολυμπιονίκης. Χάνεις και το λεωφορείο για μόλις κάτι δευτερόλεπτα. Λαχείο μην ξεχάσεις να πάρεις με τέτοια τύχη.
Κάποια στιγμή φτάνεις. Ακούς την πρωινή κατσάδα κοιτώντας ακόμη μια φορά αμήχανα το κινητό, στο οποίο εξακολουθεί να επικρατεί ησυχία. Προσπαθείς να ηρεμήσεις, σχεδόν ξεχνιέσαι απ’ την γκαντεμιά σου όταν εκείνη η δουλειά που έκανες στον υπολογιστή χάνεται, αφού τα ποδαράκια σου μπλέχτηκαν κι έβγαλαν το βύσμα χωρίς να πρόλαβες να την αποθηκεύσεις. Ξανά απ’ την αρχή!
Κοιτάς μήπως στις τσέπες σου σήμερα είχες κανένα κοκαλάκι νυχτερίδας, φτύνεσαι και σταυροκοπιέσαι κι αποφασίζεις πως το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να επιστρέψεις στο σπίτι και να μην το κουνήσεις ρούπι από ‘κει μέσα μέχρι να ξημερώσει. Τρέχεις να προλάβεις το λεωφορείο που μόλις φεύγει όταν φτάνεις στη στάση (αφού δεν το ‘χεις) και το επόμενο έρχεται σε τριάντα λεπτά. Αποχαιρετάς τον καναπέ σου μαζί με αυτό που θα έβλεπες μια ώρα νωρίτερα.
Αποφασίζεις να πάρεις ένα σουβλάκι να φας περιμένοντας το επόμενο λεωφορείο. Το παίρνεις στο χέρι και στην πρώτη λαχταριστή δαγκωματιά, το τζατζίκι κάνει εικαστικές παρεμβάσεις πάνω στα ρούχα σου. Ξεκινάς να σκουπίζεσαι για να καλύψεις τους λεκέδες και τελικά αφήνεις μια στάμπα ίσα με το χάρτη της Πελοποννήσου. Τα νεύρα σου χτυπάνε κόκκινο.
Κοιτάς ξανά ρολόι και κατευθύνεσαι πάλι προς τη στάση με το λεκέ φάτσα φόρα. Δε θα βρεις στη διαδρομή τη Σάρα, τη Μάρα και το κακό συναπάντημα; Αντιπαθητικοί συμμαθητές, πρώην έρωτες και μια παλιά γειτόνισσα. Δικαιολογείσαι όπως-όπως κι απ’ την ντροπή θες να ανοίξει η γη να σε καταπιεί.
Το κινητό εκεί, ήσυχο, να μην κτυπά για να μοιραστείς την ανάποδη μέρα σου. Φτάνεις στη στάση για να ξαναδιαβάσεις τις πινακίδες του λεωφορείου που μόλις έχασες. Ξεκινάς να βρίζεις και να παραμιλάς. Λεφτά για ταξί δεν παίζουν. Τα τελευταία που είχες στο πορτοφόλι σου τα ξόδεψες στο σουβλάκι και την κάρτα σου την ξέχασες σπίτι. Περπάτημα λοιπόν.
Φτάνεις κάποτε επιτέλους στο σπίτι μες στα νεύρα, πετάς τα ρούχα σου δεξιά-αριστερά και μπαίνεις κατευθείαν στο μπάνιο. Βάζεις πιτζάμες, κατεβάζεις παντζούρια και το μόνο που θες είναι να κλείσεις τα μάτια σου και να ξεκουραστείς. Απ’ την κούραση ευτυχώς δεν αργεί να σε πάρει ο ύπνος, ασφαλής στο κρεβατάκι σου, βρίσκεσαι σε ένα συννεφάκι χαλάρωσης, όταν ξαφνικά ακούς το κινητό να κτυπά.
Το αγνοείς μέχρι που σταματά. Δύο λεπτά μετά ξανακτυπά. Και ξανά και ξανά. Μηνύματα, κλήσεις, skype. Πάει ο ύπνος, μας την έκανε. Σηκώνεσαι. Βάρεσε συναγερμό η μάνα σου που ανησύχησε αφού δεν απάντησες αμέσως. Επιβεβαιώνεις ότι δεν σε απήγαγαν εξωγήινοι και ξαπλώνεις ξανά. Αργείς λίγο να βολευτείς, πας να κλείσεις μάτι όταν φυσικά ακούς τον χαρακτηριστικό ήχο του messenger. Μία φορά, μετά κι άλλη κι άλλη και παίρνει φωτιά. Το κολλητάρι σε κατσαδιάζει για τα σημάδια ζωής που δεν έδωσες σήμερα. Ξανά περίληψη για τι όμορφη μέρα είχες και ξανά προσπάθεια να ηρεμήσεις, βάζοντάς το στο αθόρυβο αυτή τη φορά.
Λίγο πιο δύσκολα έρχεται πάλι το συννεφάκι χουζουρέματος όταν ακούς το θυροτηλέφωνο να χτυπά. Το αγνοείς. Επιμένει. Σηκώνεσαι. Απαντάς. Σε ρωτάνε αν έχεις παραγγείλει. Δε διαλοστέλνεις, απαντάς ήρεμα και το κλείνεις. Πάλι διαδρομή για το δωμάτιο και βουτιά στο κρεβάτι. Το κινητό αναβοσβήνει. Βλέπεις στην οθόνη «Θεία Μαρία». Αναρωτιέσαι αν έγινε κάτι. Απαντάς κι ακούς τη θεία που σε θυμήθηκε και σε μαλώνει που χάθηκες αυτό το καιρό.
Κλείνεις κινητό, δεν ξαναρισκάρεις άλλη ενόχληση. Προσπαθείς να κλείσεις μάτι, αλλά ακούς ένα γατάκι να κλαίει. Αποφασίζεις να το αγνοήσεις. Και δώστου οι τύψεις αν έπαθε κάτι, αν είναι εγκλωβισμένο, αν, αν, αν. Σηκώνεσαι, παίρνεις κλειδιά και φακό και πας στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας να ψάξεις. Πουθενά η γάτα, πουθενά και τα νιαουρίσματα. Μπας και το είδες στον ύπνο σου; Ποιον ύπνο; Απ’ την κούραση θα ‘ναι. Επιστρέφεις σπίτι για να βρεις στην πόρτα σου τους κολλητούς να σε περιμένουν με μια σακούλα πατατάκια, σοκολάτες και μπόλικα νέα.
Αποχαιρετάς την ιδέα του ύπνου μια και καλή κι υπόσχεσαι στον εαυτό σου από αύριο να ψάξεις νέα ταυτότητα κάπου στο εξωτερικό και φυσικά να μην πάρεις κινητό μαζί σου. Γιατί όταν πραγματικά έχεις ανάγκη έναν ξεκούραστο ύπνο και λίγες στιγμές ηρεμίας θα σε θυμηθεί ως κι ο διπλανός σου στην πρώτη δημοτικού κι η κουτσή Μαρία θα χαμογελά σαρκαστικά!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη