Πόσο μας λείπει σήμερα αυτή η παρέα που κλέβαμε ήλιο σ’ αυτούς τους 8ωρους φοιτητικούς καφέδες τις ηλιόλουστες μέρες. Αυτό το συναίσθημα της ανεμελιάς που αργότερα θα κάνει τον μέσο ενήλικα να χαμογελά με νοσταλγία στο άκουσμα αυτών των ξέγνοιαστων χρόνων μας.
Τι χάσαμε, αλήθεια, από αυτό το παιδί που ήμασταν σε εκείνα τα χρόνια; Θα έλεγα τα πάντα, αλλά δεν αναιρώ την ελπίδα ότι κάποιοι κράτησαν όσο μπορούσαν με νύχια και με δόντια αυτά τα μαθήματα που ζήσανε. Ξεκινάμε.
Είχαμε το δικό μας σπίτι όπου λειτουργούσε με τους δικούς μας κανόνες! Βέβαια, οι περισσότεροι από μας είχαμε κι έναν συγκάτοικο, όπου συμμεριζόταν ακριβώς τις ίδιες επιθυμίες κι ανάγκες με μας όσο αφορούσε στο καθάρισμα (καθημερινό, εβδομαδιαίο ή και για κάποιους μηνιαίο). Δεν υπήρχε έννοια καμιά σχετικά με το μαγείρεμα αφού όλοι μας είχαμε συμβάλει στην οικονομική ενίσχυση των σουβλατζίδικων και γενικότερα όλων των επιχειρήσεων που μας πρόσφεραν έτοιμο φαγητό σε 20’ λεπτά! Δώσαμε τα πιο εγκάρδια μας χαμόγελα στους ντελιβεράδες και τις τελευταίες μας οικονομίες απ’ το μηνιάτικο μας. Το ψώνισμα για το σπίτι είχε να κάνει μόνο τα βασικά για επιβίωση, καθώς κι όλων των ειδών τα ζυμαρικά για τις δύσκολες μέρες. Διατροφή και φοιτητική ζωή δεν πήγαν ποτέ πακέτο.
Ο χρόνος είχε άλλη αξία. Καμία πίεση, καμία υποχρέωση και καμία ανησυχία πέρα απ’ την εξεταστική περίοδο που μας μεταμόρφωνε όλους. Τα πιο δημιουργικά σκονάκια βγήκαν μετά από συζήτηση με τους συνεργούς σου και τέθηκαν σε εφαρμογή άπειρες φορές. Ήταν η περίοδος που μπορούσαμε να σκοτώσουμε εμείς αυτό το χρόνο με ό,τι τραβούσε η ψυχή μας κι ήμασταν απολύτως νόμιμοι. Δεν μπορούσε κανείς να πει τεμπέλη έναν φοιτητή. Τα πρωινά μας, τα μεσημέρια κι αυτά τα αξέχαστα βράδια ήταν πάντα ελεύθερα να τα περάσουμε όπως εμείς θέλαμε. Δε μας έπνιγε καμιά υποχρέωση και καμιά σκοτούρα στο κόσμο.
Πιστεύαμε στην απόλυτη ευτυχία των απλών στιγμών. Στην ιερότητα της φιλίας και της αγάπης. Δε μας ένοιαζε το χρήμα και καμιά αξία δεν του δίναμε παρά μόνο όταν τελείωνε. Κερνούσαμε την παρέα το θρυλικό καφεδάκι όποτε είχαμε χαρές κι ανοίγαμε το ψυγείο μας σε όλους ανεξαιρέτως. Κι αυτό το χαμόγελο ήταν αρκετό, που κάναμε τους φίλους μας χαρούμενους. Ήμασταν πάντα εκεί ο ένας για τον άλλο. Σαν τους σωματοφύλακες. Περνούσαμε μαζί κάθε χωρισμό και στεναχώρια.
Ποιος δεν πεθύμησε τους φοιτητικούς ύπνους και την επιδερμίδα που κάναμε εκείνα τα χρόνια. Δεν είχαμε ωράρια. Θα μπορούσαμε να κλειστούμε σπίτι για μέρες μέσα στο φοιτητικό κρεβατάκι μας κι ας έβγαινε αμπέρ αλέρτ απ’ την οικογένεια που μας έψαχνε. Τα εξάωρα και τα οκτάωρα ύπνου που κτυπάμε τώρα –κι αν– είναι μια σκληρή πραγματικότητα.
Είχαμε τη δύναμη να κάνουμε τα πάντα και τίποτα δεν ήταν ακατόρθωτο στα μάτια μας. Ταξιδεύαμε με την παρέα, πειραματιζόμασταν σε νέα χόμπι και καταστάσεις. Αναλύαμε καθετί καινούργιο με τις ώρες και δεν υπήρχε ο φόβος της αποτυχίας. Ένας φόβος που μετέπειτα θα κυριεύει κάθε μας κίνηση.
Η διαφορά του τότε με το τώρα είναι ότι δε χρειαζόταν να δώσουμε εξήγηση σε κανέναν παρά μόνο στον εαυτό μας. Κι αυτό σήμερα, χρόνια μετά, είναι πια σπάνιο.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη